Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ. Η προϋπόθεση της «άμεσης εκτέλεσης», στην αίτηση προσωρινής αναστολής εκτέλεσης
της πράξης κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης [Ολυμπιακά Έργα]
Του ΚΩΣΤΑ ΧΟΡΟΜΙΔΗ
Δικηγόρου Θεσ/νίκης
[ΤΕΥΧΟΣ 5/2002]
Ι. Η αίτηση προσωρινής αναστολής. Το νομικό της καθεστώς
Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης αποτελεί ένδικο βοήθημα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας από τον κίνδυνο της άμεσης εκτέλεσης διοικητικής πράξης, η οποία πρόκειται να προκαλέσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη βλάβη, πριν κριθεί η αίτηση ακύρωσης που έχει ασκήσει.
Το Συντ. 1975, στο άρθρο 20 § 1, κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει και την προσωρινή δικαστική προστασία.
Νόμος που απαγορεύει την προσωρινή δικαστική προστασία σε διοικητικές πράξεις είναι αντισυνταγματικός[1].
Η προσωρινή δικαστική προστασία, η αναστολή εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης, αλλά κυρίως μιας διοικητικής πράξης, είναι η πιο ανθρώπινη συνδρομή της δικαστικής εξουσίας, για την αποφυγή μερικές φορές του «ανεπανόρθωτου», μέχρις ότου αποφανθεί το αρμόδιο δικαστήριο στο ένδικο βοήθημα που έχει ασκηθεί[2],[3].
Με το πρ. διατ. 18/1989 κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο οι διατάξεις περί του Συμβουλίου Επικρατείας και στο άρθρο 52 αυτού αναφερόταν η δυνατότητα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, χωρίς προσδιορισμό ειδικότερα των σχετικών ουσιαστικών προϋποθέσεων.
Η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ, διαμόρφωσε με επιτυχία μέχρι το ν. 2721/1999 τη νομολογία της, χωρίς την ύπαρξη του κατάλληλου θετικού νομοθετικού κειμένου.
Η προσωρινή αναστολή σε λαμβανόμενο διοικητικό μέτρο, καθίσταται αμεσότερα κατεπείγουσα και επιβαλλόμενη στις εκτελεστές διοικητικές πράξεις (της ακυρωτικής διαδικασίας), των οποίων όμως επίκειται η άμεση εκτέλεση, όταν μάλιστα δεν έχει προηγηθεί δικαστική κρίση.
Μερικές φορές έχουμε διοικητικές πράξεις επαχθέστατες για τα συμφέροντα του προσώπου, χωρίς καν να κρίνεται αναγκαία η προηγούμενη ακρόαση του θιγομένου, όπως επιβάλλει το άρθρο 20 § 2 Συντ., στις περιπτώσεις που, όπως έχει κριθεί, η Διοίκηση ενεργεί με βάση αντικειμενικά δεδομένα και η πράξη της είναι άσχετη με υποκειμενική συμπεριφορά του διοικούμενου (Ολ ΣτΕ 2594/1977, ΤοΣ 3.1977, σελ. 643, ΣτΕ 2248/1979, ΤοΣ 6.1980, σελ. 183, ΣτΕ 4355/1980, ΣτΕ 2401/1978, ΣτΕ 1329/1979, ΣτΕ 1295/1981).
Η προσωρινή δικαστική προστασία, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να είναι δυνατή και ως αυτοτελής αίτηση, όπως προβλέπεται με τις οδηγίες 89/665 και 92/50 Ε.Ε. (βλ. ν. 2522/1997) και να μην προϋποθέτει την ύπαρξη εκκρεμούς κύριας δίκης, αλλά το δικαστήριο θα πρέπει να πιθανολογήσει «σφόδρα» την παράνομη πράξη ή να διατάξει τη λήψη μέτρου στην περίπτωση παράνομης διοικητικής παράλειψης[4].
Κατά τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 89/665 της ΕΟΚ, επιβάλλεται στα κράτη μέλη, στη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων και προμηθειών, να παρέχουν τη δυνατότητα ταχείας και αποτελεσματικής προσωρινής προστασίας[5].
Κατά το άρθρο 5 § 10 του ν. 702/1977, σε ακυρωτική απόφαση Διοικητικού Εφετείου και μετά από έφεση ενώπιον του ΣτΕ, μπορεί να χορηγηθεί, κατά το άρθρο 52 του ν.δ. 170/1973, αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης με ακύρωση διοικητικής πράξης.
Η αναστολή εκτέλεσης χορηγείται είτε από τη Διοίκηση (άρθρο 52 § 1) είτε από Επιτροπή του ΣτΕ (άρθρο 52 §§ 3 και 12 του πρ. διατ. 18/89, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 35 του ν. 2721/1999).
Με την αντικατάσταση του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989 από το άρθρο 35 του ν. 2721/1999, ρυθμίστηκε πληρέστερα το δικαίωμα και η διαδικασία χορήγησης αναστολής εκτέλεσης.
Με το άρθρο 35 του ν. 2721/1999, η νέα ρύθμιση έλαβε υπόψη της τη νομολογία της Επιτροπής Αναστολών, όπως διαμορφώθηκε για δεκαετίες. Το άρθρο 35 θεσμοθέτησε επιπλέον και ουσιώδεις τροποποιήσεις στο δίκαιο της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Το άρθρο 35 ν. 2721/1999 έχει ως εξής:
Αναστολή εκτελέσεως
Το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989 αντικαθίσταται ως εξής:
«΄Αρθρο 52
1. Αν υποβληθεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο αρμόδιος Υπουργός και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου το ανώτατο διοικητικό όργανό τους μπορεί, μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως, να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης.
2. Επιτροπή που συγκροτείται κάθε φορά από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή του αρμόδιου τμήματος και απαρτίζεται από τον ίδιο ή το νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και ένα σύμβουλο, μπορεί, μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως, να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση η οποία εκδίδεται σε συμβούλιο.
3. Η αίτηση πρέπει να διαλαμβάνει τους ειδικούς λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν την αναστολή εκτέλεσης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Με πράξη που συντάσσεται πάνω στο δικόγραφο της αίτησης, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή του αρμόδιου Τμήματος τάσσει προθεσμία στον αρμόδιο Υπουργό ή το αρμόδιο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου για να διαβιβάσουν στο Συμβούλιο το φάκελλο και τις απόψεις της Διοίκησης επί της υποθέσεως. Μέχρι τη λήξη της ίδιας προθεσμίας ο αιτών οφείλει να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζει τους ισχυρισμούς του. Η προθεσμία αυτή κινείται από την κοινοποίηση, με επιμέλεια του διαδίκου, στον Υπουργό ή στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αντιγράφου του δικογράφου της αίτησης με την πράξη του Προέδρου.
4. Με εντολή του εισηγητή της υπόθεσης, αντίγραφο της αίτησης κοινοποιείται, με επιμέλεια του αιτούντος, σε εκείνον που έχει δικαίωμα να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη. Ο τελευταίος δικαιούται να υποβάλει ενώπιον της Επιτροπής υπόμνημα και πριν ακόμη ασκήσει παρέμβαση. Το υπόμνημα υπόκειται στα τέλη της αίτησης αναστολής.
5. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή του αρμόδιου Τμήματος μπορεί, με την κατάθεση της αιτήσεως, να εκδώσει προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης που καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση. Η προσωρινή διαταγή ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής και μπορεί να ανακληθεί ακόμη και αυτεπαγγέλτως από τον Πρόεδρο ή την Επιτροπή. Λόγο ανάκλησης συνιστά και η παράλειψη του αιτούντος να προβεί μέσα σε εύλογο χρόνο, στις προβλεπόμενες στις προηγούμενες παραγράφους κοινοποιήσεις. (ΑΥΤΑ ΛΕΕΙ Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5. ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΕΑΝ ΑΥΤΗ Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ, ΕΧΕΙ ΕΚΧΩΡΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΣΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ. ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ! ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΩ ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΕΦΕΤΗΣ ΔΙΝΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΜΙΑΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗ ΠΟΥ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΝ ΑΝΑΓΚΑΖΕΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΑΛΙ ΑΠΟ ΑΝΩΤΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΕΧΕΙ ΚΡΙΘΕΙ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ! )ΑΥΤΑ ΚΥΡΙΕ ΙΩΑΝΝΗ ΦΟΥΡΚΑΛΙΔΗ!!!!
ΤΟ ΞΕΡΕΙ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ; ΤΟΝ ΠΑΝΤΑΖΗ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΒΑΛΕ Ο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗΣ ΣΕ ΑΡΓΙΑ! ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΝ ΚΙ Ο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΩΣ ΔΗΜΑΡΧΟ ΠΟΥ ΕΚΤΕΛΕΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ, ΑΛΛΑ ΩΣ ΔΗΜΑΡΧΟ ΣΕ ΑΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΛΕΟΝ ΩΣ ΑΠΛΟ ΠΟΛΙΤΗ!!!! Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ!!!
6. Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος.
7. Εάν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Αντίθετα, η αίτηση αναστολής μπορεί να απορριφθεί ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, αν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη.
8. Η Επιτροπή, εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων.
9. Η απόφαση της Επιτροπής μπορεί να ανακληθεί ύστερα από αίτηση του αρμόδιου Υπουργού ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή εκείνου που θα είχε δικαίωμα παρέμβασης στην ακυρωτική δίκη. Την ανάκληση μπορεί να δικαιολογήσουν μόνο νεότερα κρίσιμα στοιχεία, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη της Επιτροπής κατά την έκδοση της απόφασής της ή μεταβολή των δεδομένων βάσει των οποίων χορηγήθηκε η αναστολή εκτέλεσης.
10. Αν απορριφθεί η αίτηση αναστολής, επιτρέπεται η άσκηση νέας αίτησης, υπό τις προϋποθέσεις του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου που εφαρμόζεται αναλόγως.
11. Αν υποβληθεί παραίτηση από την αίτηση αναστολής, συντάσσεται σχετικό πρακτικό και αποδίδεται το παράβολο στον αιτούντα.
12. Ως προς τη δικαστική δαπάνη εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 35 του παρόντος».
Σημαντική είναι η διάταξη της § 5, που παρέχει στον πρόεδρό του ΣτΕ ή του αρμόδιου τμήματος, τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει και τις επείγουσες καταστάσεις με την έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής της εκτέλεσης (βλ. πιό κάτω § VI), με την κατάθεση της αίτησης ακύρωσης. Η προσωρινή διαταγή καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση και ισχύει μέχρι την έκδοση απόφασης της Επιτροπής Αναστολών. Η προσωρινή διαταγή μπορεί να ανακληθεί ακόμη και αυτεπαγγέλτως από τον Πρόεδρο ή την Επιτροπή.
ΙΙ. ΄Αμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης
Στις ουσιαστικές προϋποθέσεις για την αναστολή εκτέλεσης, ήδη κατά το άρθρο 52 § 6 ν.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 του ν. 2721/1999, περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων ότι:
«Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως. Η αίτηση όμως μπορεί (§ 6 εδ. β) να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος».
Η Επιτροπή (άρθρο 52 § 8) μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο κατά την περίπτωση κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων.
Η νομολογία είναι πλούσια στο αντικείμενο της παροχής, προσωρινής κυρίως, μερικής αναστολής της πράξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, με το προϊσχύσαν καθεστώς, πριν την τροποποίηση του άρθρου 35 του ν. 2721/1999.
Η ΕπΑνασΣτΕ διαμόρφωσε πάγια τη νομολογία της, κάνοντας μερικά δεκτές τις αιτήσεις προσωρινής αναστολής, ανεξάρτητα από το χρόνο υποβολής τους, δεχόμενη το αίτημα της μη εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ως προς τις ενέργειες που επιφέρουν ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα, μέχρις ότου αποφανθεί στην αίτηση ακύρωσης.
Ως τέτοιες ενέργειες θεωρεί η νομολογία την κοπή δένδρων, την κατεδάφιση κτισμάτων και τυχόν άλλες φυσικές αλλαγές, που προκαλούν ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη βλάβη.
Η νομολογία της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ, από όσα γνωρίζω και από ό,τι φαίνεται από τις αποφάσεις της, δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη σαφή νέα προϋπόθεση, που θέτει ήδη ο νόμος για την χορήγηση της προσωρινής αναστολής, δηλ. τη δυνατότητα της «άμεσης εκτέλεσης» της διοικητικής πράξης και τον από αυτήν κίνδυνο της ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης.
Ο όρος εκτελεστή πράξη προφανώς δεν συμπίπτει εννοιολογικά με τον όρο «εκτέλεση» του άρθρου 35 του ν. 2721/1999. Ο πρώτος προσδιορίζει τη φύση της διοικητικής πράξης, ο δεύτερος σημαίνει επικείμενη φυσική ενέργεια, δηλ. πράξη με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ο όρος «άμεση εκτέλεση», μετά την τροποποίηση του άρθρου 35 του ν. 2721/1999, δεν θα πρέπει να ερευνάται θεωρητικά και αφηρημένα, χωρίς το νόμιμο στοιχείο του επείγοντος, του άμεσου κινδύνου, για να μην καταλήξει να είναι υπερβολή της ελληνικής πραγματικότητας, μη θεμελιωμένη στο νόμο.
Η έρευνα της αίτησης θα πρέπει να γίνει από της πλευράς της ισχύουσας νομικής πραγματικότητας και της καθημερινής γνωστής πρακτικής. Το αντίθετο σημαίνει ότι αποδεχόμαστε ότι ο νομοθέτης θέσπισε τη διάταξη της § 6 του άρθρου 35 του ν. 2721/1999 χωρίς λόγο.
Η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας αποβλέπει στην αναστολή της εκτέλεσης μιας διοικητικής πράξης, της οποίας, στην περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, απαιτείται η τήρηση της παραπάνω διαδικασίας και η άμεση δυνατότητα υλικής ενέργειας καταστροφής, για να επέλθει η ανεπανόρθωτη κ.λπ. βλάβη.
Η επίκληση ότι θεωρητικά μπορεί να εκδοθεί αύριο η απόφαση του προσδιορισμού της αποζημίωσης, αμέσως να κατατεθεί η αποζημίωση και στη συνέχεια να γίνει η εκτέλεση, εκτός του ότι νομικά δεν είναι δυνατό και επιτρεπτό να συμβεί, επιπλέον κείται στο πεδίο του φανταστικού για την ελληνική διοικητική πραγματικότητα, ακόμη και για τα Ολυμπιακά έργα, για τα οποία απαιτείται δεκαήμερη έγγραφη προειδοποίηση και, στη συνέχεια, κοινοποίηση αντιγράφου της απόφασης (συγκοινοποιούμενου και αποσπάσματος του κτηματολογικού πίνακα παρακαταθήκης), κοινοποίηση επιταγής για εκτέλεση και πάροδος νέων δέκα ημερών, όταν επιχειρείται η κατεδάφιση κτίσματος (άρθρο 7 § 7 του ν. 2730/1999).
Η παρεχόμενη προσωρινή δικαστική προστασία στη διοικητική δίκη διέπεται από τις ίδιες αρχές της παροχής ασφαλιστικών μέτρων στην πολιτική δίκη, που με τις παραπάνω προϋποθέσεις του νόμου, δεν θα ήταν δυνατό να χορηγηθεί προσωρινή αναστολή.
Φρονούμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, ακόμη και για τις απαλλοτριώσεις για τα Ολυμπιακά έργα, όταν δεν έχει κατατεθεί αίτηση και δεν έχει ορισθεί ακόμη δικάσιμος, για τον καθορισμό της προσωρινής αποζημίωσης. Μέχρις ότου ορισθεί η προσωρινή αποζημίωση και δημιουργηθεί πραγματικός κίνδυνος «άμεσης εκτέλεσης», μπορεί να έχει κριθεί η αίτηση ακύρωσης από το ΣτΕ.
ΙΙΙ. Η απόφαση κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης
Η πράξη κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι εκτελεστή πράξη της διοίκησης γενικού περιεχομένου[6], η οποία όμως δεν συνεπάγεται άμεση εκτέλεσή της. Με αυτή διαγράφεται διαδικασία, συνήθως μακρά, στο τέρμα της οποίας και αφού προηγηθούν άλλες εξώδικες, διοικητικές και δικαστικές πράξεις, φθάνουμε σε σημείο δυνατότητας άμεσης εκτέλεσης.
Στο σημείο αυτό δικαιούται ο θιγόμενος να ζητήσει προσωρινή δικαστική προστασία.
Με τον όρο «άμεση» ο νομοθέτης εννοεί -κατά τη γνώμη μου- προφανώς την επικείμενη εκτέλεση και, προφανώς, δεν εννοεί εκτέλεση που αναφέρεται στο μέλλον, όταν ενδεχομένως θα έχει κριθεί ακόμη και η αίτηση ακύρωσης. Τότε μόνο μπορεί να χορηγηθεί προσωρινή αναστολή.
Με τον όρο «εκτέλεση» εννοείται ενέργεια, η οποία διαφοροποιεί δυσμενώς για τον αιτούντα την υπάρχουσα υλική ή νομική κατάσταση με την επέλευση ανεπανόρθωτης ή δυσεπανόρθωτης βλάβης.
Με τον όρο εκτέλεση νοείται αναγκαστική εκτέλεση, δηλ. πράξη δημόσιου δικαίου καταναγκαστική, η οποία διαφοροποιεί την υπάρχουσα νομική και πραγματική κατάσταση.
Στην περίπτωσή μας (στις απαλλοτριώσεις) ως δυσμενής και ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη βλάβη - ενέργεια νοείται η κατεδάφιση των κτισμάτων, της κατοικίας και της επαγγελματικής εγκατάστασης των αιτούντων ή άλλες φυσικές ενέργειες περιλαμβανόμενες στο έργο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.
Η εκδοθείσα και προσβαλλόμενη απόφαση τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου[7] ή κήρυξης άλλης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, δεν αποτελούν πράξη η οποία παρέχει τη δυνατότητα άμεσης, επικείμενης εκτέλεσης.
Είναι μεν εκτελεστές διοικητικές πράξεις γενικού περιεχομένου, αλλά δεν παρέχουν τη δυνατότητα άμεσης εκτέλεσης, αν δεν έχουν μεσολαβήσει μεταγενέστερα γεγονότα, που θα την καταστήσουν άμεσα εκτελεστή[8]. Με την έννοια αυτή, είναι απαράδεκτη ως πρόωρη η κατ' αυτής αίτηση προσωρινής αναστολής.
ΙV. Προϋποθέσεις άμεσης εκτέλεσης
Η διαδικασία, η οποία μπορεί να οδηγήσει την πράξη κήρυξης απαλλοτρίωσης σε άμεση εκτέλεση, στις κοινές και όχι τις απαλλοτριώσεις για Ολυμπιακά Έργα, είναι η ακόλουθη:
i) Η προδικασία (άρθρα 15-16-17 του ν. 2882/2001) και, στη συνέχεια, η διαδικασία καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας με ορισμό δικασίμου, κλήτευση των διαδίκων για συζήτηση και η έκδοση της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου (άρθρα 17, 18, 19 του ν. 2881/2001). Η διάρκεια της διαδικασίας αυτή συνηθέστατα είναι πολύ μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών. Αλλά και η έκδοση απόφασης προσδιορισμού της αποζημίωσης δεν παρέχει δυνατότητα άμεσης, όπως σημειώσαμε, επικείμενης εκτέλεσης.
ii) Με βάση τη δικαστική απόφαση της προσωρινής τιμής θα πρέπει να συνταχθεί ο πίνακας παρακατάθεσης της αποζημίωσης κατά ιδιοκτησία, που κι αυτός θα απαιτήσει χρονικό διάστημα, αν στα απαλλοτριούμενα υπάρχουν συστατικά και, στη συνέχεια, θα πρέπει να γίνει δημόσια κατάθεση της αποζημίωσης, με παρακατάθεση της αποζημίωσης στο ΤαμΠαρ και Δανείων και με δημοσίευση σχετικής ειδοποίησης στο ΦΕΚ για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης (άρθρο 7 του ν. 2882/2001).
Η πράξη της σύστασης παρακαταθήκης (άρθρο 8 του ν. 2882/2001) αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη (ΣτΕ 864/1979, ΣτΕ 3788/1978, ΣτΕ 2225/1973), προσβλητή με αίτηση ακύρωσης, η οποία και αυτή δεν παρέχει τη δυνατότητα άμεσης εκτέλεσης, δηλ. τη δυνατότητα κατεδάφισης του κτίσματος κ.λπ.
iii) Για την άμεση εκτέλεση απαιτείται, μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, νέα δικαστική διαδικασία κατά το ν.δ. 797/1971 και το ν. 2882/2001, μετά από έγγραφη πρόσκληση προς τον κάτοχο να παραδόσει το ακίνητό του και την πάροδο δέκα ημερών (άρθρο 9 § 2 ν. 2882/2001). Αν ο κάτοχος αρνηθεί την παράδοση του ακινήτου, απαιτείται νέα δικαστική ενέργεια, δηλαδή, κατά το άρθρο 9 § 2 των παραπάνω νόμων, αίτηση αποβολής του κατόχου στο αρμόδιο κατά το άρθρο 19 § 1 του ν. 2882/01 δικαστήριο (Μονομελές) και έκδοση δικαστικής απόφασης αποβολής του κατόχου.
Η κατάθεση αίτησης στο Μονομελές Πρωτοδικείο, κατά το άρθρο 9 § 3 του ν. 2882/2001, ο ορισμός δικάσιμης κατά κανόνα μετά από δύο ή τρεις, αν όχι περισσότερους μήνες, μια πρώτη (συνηθέστατη) αναβολή συζήτησης και η έκδοση απόφασης, η οποία και πρέπει να διατάξει την αποβολή του κατόχου, η καθαρογραφή και η θεώρησή της, όπως ευλόγως γίνεται κατανοητό, απαιτεί την πάροδο τουλάχιστον με τους πιο ευνοϊκούς όρους ενός εξαμήνου. Μετά ταύτα απαιτείται επίδοση επιταγής για την αποβολή και αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης του Μονομελούς κατά τον ΚΠολΔ, η οποία και πάλι απαιτεί διάστημα αρκετών ημερών.
Συνεπώς, μόνο μετά την άρνηση παράδοσης του ακινήτου και στο στάδιο της δικαστικής αποβολής του κατόχου κατά το άρθρο 9 του ν.δ. 2882/2001, υπάρχει κίνδυνος άμεσης εκτέλεσης.
Τον κίνδυνο όμως αυτόν τον έχει αντιμετωπίσει ορθά ο νομοθέτης (βλ. παρακάτω VI).
V. Απαλλοτριώσεις για Ολυμπιακά έργα
Στις απαλλοτριώσεις αυτές, λόγω της κατεπείγουσας ανάγκης συντέλεσης και αποβολής των κατόχων, ο νομοθέτης, με τις διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 8 του ν. 2730/1999, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 24 §§ 1 και 2 του ν. 2741/1999, 4 §§ 5 και 7 του ν. 2819/2000, 11 §§ 2, 3α, β και 11 του ν. 2947/2001 και 4 § 1α, β του ν. 2833/2000, επέσπευσε τη συντέλεσή τους και παρέκαμψε το δικαστικό στάδιο της αποβολής των κατόχων, ορίζοντας διαδικασία διαφορετική, ταχύτερη και αποτελεσματικότερη.
Στις απαλλοτριώσεις για τα Ολυμπιακά έργα, σύμφωνα με το άρθρο 7 § 5 του ν. 2730/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 § 1α του ν. 2833/2000, η απόφαση του δικαστικού καθορισμού της αποζημίωσης περιέχει και διάταξη αποβολής, υπό τον όρο όμως ότι έχει παρακατατεθεί η αποζημίωση που όρισε το δικαστήριο.
Στις απαλλοτριώσεις για τα Ολυμπιακά έργα, η δυνατότητα αποβολής, που σημαίνει κίνδυνο άμεσης εκτέλεσης, προϋποθέτει, μετά την έκδοση απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης, σύνταξη πίνακα παρακατάθεσης κατά ιδιοκτησία, παρακατάθεση της αποζημίωσης και έγγραφη πρόσκληση του κατόχου πριν από δέκα μέρες σε παράδοση του ακινήτου. Μετά την πάροδο των δέκα ημερών απαιτείται επίδοση επιταγής προς αναγκαστική εκτέλεση, με νέα προθεσμία 10 ημερών, για την εκτέλεση στα ακίνητα όπου υπάρχει κατοικία ή επαγγελματική εγκατάσταση (άρθρο 7 §§ 6 και 7 του ν. 2730/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 § 1α του ν. 2833/2000).
Κατά τρόπο λοιπόν αναμφίβολο, με τα παραπάνω δεδομένα δεν υφίσταται η προϋπόθεση του νόμου (άρθρο 35 του ν. 2721/1999) για την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης, γιατί τουλάχιστον θα πρέπει να έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση ή τουλάχιστον να έχει εκδοθεί η απόφαση προσδιορισμού της αποζημίωσης για τα Ολυμπιακά έργα, ενώ για τις κοινές απαλλοτριώσεις, θα πρέπει να έχει κοινοποιηθεί αίτηση αποβολής του άρθρου 9 του ν. 2882/2001, αν όχι και επιταγή για την εκτέλεση.
Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση στις απαλλοτριώσεις για τα Ολυμπιακά Έργα πριν από την συζήτηση της αίτησης για την έκδοση της απόφασης προσδιορισμού αποζημίωσης, η αίτηση για αναστολή εκτέλεσης ασκείται πρόωρα και απαράδεκτα.
VI. Προσωρινή διαταγή
Όπως και παραπάνω σημειώνεται, κατά το άρθρο 35 § 5 του ν. 2721/1999, με την κατάθεση της αίτησης προσωρινής αναστολής υπάρχει η δυνατότητα του Προέδρου του ΣτΕ ή του αρμόδιου τμήματος να εκδόσουν προσωρινή διαταγή αναστολής της εκτέλεσης, η οποία και καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση και ισχύει μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης της Επιτροπής Αναστολών.
Η διάταξη ισχυροποιεί τις παραπάνω απόψεις μας, δεδομένου ότι ο θιγόμενος από την τυχόν άμεση εκτέλεση της διοικητικής πράξης μπορεί και την τελευταία στιγμή να ζητήσει προσωρινή διαταγή, η οποία του εξασφαλίζει την αναστολή μέχρι να εκδοθεί η απόφαση στην αίτησή του για την αναστολή της εκτέλεσης.
Η προϋπόθεση αυτή, ενόψει και της διάταξης της § 5, με την οποία παρέχεται η αναστολή της επικείμενης εκτέλεσης με προσωρινή διαταγή του Προέδρου, ακόμη και την προηγούμενη ημέρα της πραγματοποίησής της, δημιουργεί κατά την άποψή μας απαράδεκτο της αίτησης αναστολής ως πρόωρης, όταν δεν οδηγούν σε ολοκλήρωση τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις της δυνατότητας της διοίκησης να μπορεί να προχωρήσει πραγματικά στις υλικές ενέργειες της εκτέλεσης.
Η Επιτροπή Αναστολών με τη σκέψη (πιθανώς) ότι δεν πρέπει ο αιτών να υποχρεούται καθημερινά να παρακολουθεί την πορεία της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και με το φόβο να υποστεί ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη βλάβη, δεν ερευνά την ύπαρξη της προϋπόθεσης του νόμου, της «άμεσης εκτέλεσης».
Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια να υποβάλλεται μεγάλος αριθμός αιτήσεων αναστολής προσωρινής εκτέλεσης, εντελώς προώρως, οι οποίες θα μπορούσαν και να μην έχουν υποβληθεί.
Η διαδικασία χορήγησης της προσωρινής διαταγής είναι συνηθέστατη και στις πολιτικές (αστικές) δίκες.
Η εφαρμογή του άρθρου 35 § 6 του ν. 2731/1999 θα πρέπει να έχει ως συνέπεια τον περιορισμό της πλημμυρίδας των αιτήσεων αναστολής που υποβάλλονται στην Ε.Α. του ΣτΕ, που πάσχει από φόρτο υποθέσεων, πολλές φορές χωρίς λόγο, γιατί, μετά τη δίκη του καθορισμού της αποζημίωσης, οι θιγόμενοι πολλές φορές κρίνουν ότι δεν έχουν συμφέρον να προβούν σε ακύρωση της πράξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή στη μερική της προς το παρόν αναστολή, ενώ, σε άλλες περιπτώσεις, θα έχει ήδη εκδοθεί απόφαση στην αίτηση ακύρωσης.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ΕπΑνΣτΕ 718/1993 ΕλλΔνη 1993.1577, όπου και εκτενές σχόλιο ΄Ολγας Ζύγουρα.[1]
2. Γ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Σύνταγμα και προσωρινή δικαστική προστασία, ΤοΣ 1992.307 επόμ., Β. ΣΚΟΥΡΗ, Η προσωρινή δικαστική προστασία στις διοικητικές πράξεις, 4η έκδ. (2001), Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 1998, σελ. 355 επόμ., Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, ΓενΔιοικΔικ 1992.38.[2]
3. Πελαγία ΓΕΣΙΟΥ - ΦΑΛΤΣΗ, Το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης (Γεν. Μέρος), 16 σελ. 260 επόμ., Κ. ΧΟΡΟΜΙΔΗ, Δίκαιο της ρυμοτομίας και πολεοδομικού σχεδιασμού (έκδ. 2002) σελ. 45 επόμ.[3]
4. ΧΡ. ΓΕΡΑΡΗΣ, Η προσωρινή δικαστική προστασία στα δημόσια έργα, στις προμήθειες και τις υπηρεσίες (ν. 2522/1997).[4]
5. Βλ. Ειρ. ΣΑΡΠ, Ευρετ. Αποφ. Επιτρ. Αναστολών ΣτΕ 1996, ΕΔΔΔ 1997.268, ΕΥ. ΚΟΥΤΟΥΠΑ - ΡΕΓΚΑΚΟΥ, Προσωρινή προστασία ενώπιον εθνικών δικαστηρίων και κοινοτικό δίκαιο (με αφορμή την απόφαση του ΔευρΚ της 26.11.1996), ΕΕΕυρΔ 1998.329.[5]
6. Γ. ΠΑΠΑΧΑΤΖΗ, Σύστημα του εν Ελλάδι ισχύοντος Διοικ. Δικαίου, έκδ. Δ 1965, σελ. 654, Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, ΓενΔιοικΔικ, τόμ. Α, σελ. 146, Ι. ΔΡΥΛΛΕΡΑΚΗ σημ. στη ΣτΕ 4186/1976, ΝοΒ 25.1252, ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, Εγχειρίδιο ΔιοικΔικ (1982) σελ. 106, υποσημ. 3, ΣτΕ 2106/1958, 2387/1972, 3507/1977.[6]
7. Κ. ΧΟΡΟΜΙΔΗ, Το Δίκαιο της Ρυμοτομίας και του Πολεοδομικού σχεδιασμού § 14, σελ. 267.[7]
8. Κ. ΧΟΡΟΜΙΔΗ, Η αναγκαστική απαλλοτρίωση (έκδ. Γ΄ 1997) §§ 115, 116, 165, 174).
ΚΥΡΙΕ ΓΕΝΙΚΕ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ
Η ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΓΙΑΤΙ ΤΗΝ ΕΧΟΥΝ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΕΙ ΒΑΡΙΑ ΟΙ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ ΣΑΛΤΙΜΠΑΓΚΟΙ!!!!ΓΙΑΤΙ ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΥΤΗ; ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΩ ΣΤΙΣ ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΠΩΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ! Ο ΚΑΘΕ ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ ΟΥΤΕ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΔΕΝ Θ'ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΤΗΝ ΟΞΥΝΟΙΑ ΜΟΥ!
ΚΥΡΙΕ ΦΟΥΡΚΑΛΙΔΗ ΑΠΟ 14 ΧΡΟΝΩΝ ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ! ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑΝΤΗΣ ΓΙ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΓΟΥΣΤΑΡΑ ΚΙ ΟΥΤΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΝΑ ΣΥΜΒΙΒΑΖΟΜΑΙ ΜΕ ΤΑ ''ΝΟΥΜΕΡΑ'' ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ!!!
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΑΣ ΚΥΡΙΟΙ,
της πράξης κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης [Ολυμπιακά Έργα]
Του ΚΩΣΤΑ ΧΟΡΟΜΙΔΗ
Δικηγόρου Θεσ/νίκης
[ΤΕΥΧΟΣ 5/2002]
Ι. Η αίτηση προσωρινής αναστολής. Το νομικό της καθεστώς
Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης αποτελεί ένδικο βοήθημα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας από τον κίνδυνο της άμεσης εκτέλεσης διοικητικής πράξης, η οποία πρόκειται να προκαλέσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη βλάβη, πριν κριθεί η αίτηση ακύρωσης που έχει ασκήσει.
Το Συντ. 1975, στο άρθρο 20 § 1, κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει και την προσωρινή δικαστική προστασία.
Νόμος που απαγορεύει την προσωρινή δικαστική προστασία σε διοικητικές πράξεις είναι αντισυνταγματικός[1].
Η προσωρινή δικαστική προστασία, η αναστολή εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης, αλλά κυρίως μιας διοικητικής πράξης, είναι η πιο ανθρώπινη συνδρομή της δικαστικής εξουσίας, για την αποφυγή μερικές φορές του «ανεπανόρθωτου», μέχρις ότου αποφανθεί το αρμόδιο δικαστήριο στο ένδικο βοήθημα που έχει ασκηθεί[2],[3].
Με το πρ. διατ. 18/1989 κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο οι διατάξεις περί του Συμβουλίου Επικρατείας και στο άρθρο 52 αυτού αναφερόταν η δυνατότητα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, χωρίς προσδιορισμό ειδικότερα των σχετικών ουσιαστικών προϋποθέσεων.
Η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ, διαμόρφωσε με επιτυχία μέχρι το ν. 2721/1999 τη νομολογία της, χωρίς την ύπαρξη του κατάλληλου θετικού νομοθετικού κειμένου.
Η προσωρινή αναστολή σε λαμβανόμενο διοικητικό μέτρο, καθίσταται αμεσότερα κατεπείγουσα και επιβαλλόμενη στις εκτελεστές διοικητικές πράξεις (της ακυρωτικής διαδικασίας), των οποίων όμως επίκειται η άμεση εκτέλεση, όταν μάλιστα δεν έχει προηγηθεί δικαστική κρίση.
Μερικές φορές έχουμε διοικητικές πράξεις επαχθέστατες για τα συμφέροντα του προσώπου, χωρίς καν να κρίνεται αναγκαία η προηγούμενη ακρόαση του θιγομένου, όπως επιβάλλει το άρθρο 20 § 2 Συντ., στις περιπτώσεις που, όπως έχει κριθεί, η Διοίκηση ενεργεί με βάση αντικειμενικά δεδομένα και η πράξη της είναι άσχετη με υποκειμενική συμπεριφορά του διοικούμενου (Ολ ΣτΕ 2594/1977, ΤοΣ 3.1977, σελ. 643, ΣτΕ 2248/1979, ΤοΣ 6.1980, σελ. 183, ΣτΕ 4355/1980, ΣτΕ 2401/1978, ΣτΕ 1329/1979, ΣτΕ 1295/1981).
Η προσωρινή δικαστική προστασία, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να είναι δυνατή και ως αυτοτελής αίτηση, όπως προβλέπεται με τις οδηγίες 89/665 και 92/50 Ε.Ε. (βλ. ν. 2522/1997) και να μην προϋποθέτει την ύπαρξη εκκρεμούς κύριας δίκης, αλλά το δικαστήριο θα πρέπει να πιθανολογήσει «σφόδρα» την παράνομη πράξη ή να διατάξει τη λήψη μέτρου στην περίπτωση παράνομης διοικητικής παράλειψης[4].
Κατά τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 89/665 της ΕΟΚ, επιβάλλεται στα κράτη μέλη, στη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων και προμηθειών, να παρέχουν τη δυνατότητα ταχείας και αποτελεσματικής προσωρινής προστασίας[5].
Κατά το άρθρο 5 § 10 του ν. 702/1977, σε ακυρωτική απόφαση Διοικητικού Εφετείου και μετά από έφεση ενώπιον του ΣτΕ, μπορεί να χορηγηθεί, κατά το άρθρο 52 του ν.δ. 170/1973, αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης με ακύρωση διοικητικής πράξης.
Η αναστολή εκτέλεσης χορηγείται είτε από τη Διοίκηση (άρθρο 52 § 1) είτε από Επιτροπή του ΣτΕ (άρθρο 52 §§ 3 και 12 του πρ. διατ. 18/89, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 35 του ν. 2721/1999).
Με την αντικατάσταση του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989 από το άρθρο 35 του ν. 2721/1999, ρυθμίστηκε πληρέστερα το δικαίωμα και η διαδικασία χορήγησης αναστολής εκτέλεσης.
Με το άρθρο 35 του ν. 2721/1999, η νέα ρύθμιση έλαβε υπόψη της τη νομολογία της Επιτροπής Αναστολών, όπως διαμορφώθηκε για δεκαετίες. Το άρθρο 35 θεσμοθέτησε επιπλέον και ουσιώδεις τροποποιήσεις στο δίκαιο της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Το άρθρο 35 ν. 2721/1999 έχει ως εξής:
Αναστολή εκτελέσεως
Το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989 αντικαθίσταται ως εξής:
«΄Αρθρο 52
1. Αν υποβληθεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο αρμόδιος Υπουργός και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου το ανώτατο διοικητικό όργανό τους μπορεί, μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως, να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης.
2. Επιτροπή που συγκροτείται κάθε φορά από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή του αρμόδιου τμήματος και απαρτίζεται από τον ίδιο ή το νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και ένα σύμβουλο, μπορεί, μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως, να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση η οποία εκδίδεται σε συμβούλιο.
3. Η αίτηση πρέπει να διαλαμβάνει τους ειδικούς λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν την αναστολή εκτέλεσης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Με πράξη που συντάσσεται πάνω στο δικόγραφο της αίτησης, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή του αρμόδιου Τμήματος τάσσει προθεσμία στον αρμόδιο Υπουργό ή το αρμόδιο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου για να διαβιβάσουν στο Συμβούλιο το φάκελλο και τις απόψεις της Διοίκησης επί της υποθέσεως. Μέχρι τη λήξη της ίδιας προθεσμίας ο αιτών οφείλει να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζει τους ισχυρισμούς του. Η προθεσμία αυτή κινείται από την κοινοποίηση, με επιμέλεια του διαδίκου, στον Υπουργό ή στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αντιγράφου του δικογράφου της αίτησης με την πράξη του Προέδρου.
4. Με εντολή του εισηγητή της υπόθεσης, αντίγραφο της αίτησης κοινοποιείται, με επιμέλεια του αιτούντος, σε εκείνον που έχει δικαίωμα να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη. Ο τελευταίος δικαιούται να υποβάλει ενώπιον της Επιτροπής υπόμνημα και πριν ακόμη ασκήσει παρέμβαση. Το υπόμνημα υπόκειται στα τέλη της αίτησης αναστολής.
5. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή του αρμόδιου Τμήματος μπορεί, με την κατάθεση της αιτήσεως, να εκδώσει προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης που καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση. Η προσωρινή διαταγή ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής και μπορεί να ανακληθεί ακόμη και αυτεπαγγέλτως από τον Πρόεδρο ή την Επιτροπή. Λόγο ανάκλησης συνιστά και η παράλειψη του αιτούντος να προβεί μέσα σε εύλογο χρόνο, στις προβλεπόμενες στις προηγούμενες παραγράφους κοινοποιήσεις. (ΑΥΤΑ ΛΕΕΙ Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5. ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΕΑΝ ΑΥΤΗ Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ, ΕΧΕΙ ΕΚΧΩΡΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΣΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ. ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ! ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΩ ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΕΦΕΤΗΣ ΔΙΝΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΜΙΑΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗ ΠΟΥ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΝ ΑΝΑΓΚΑΖΕΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΑΛΙ ΑΠΟ ΑΝΩΤΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΕΧΕΙ ΚΡΙΘΕΙ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ! )ΑΥΤΑ ΚΥΡΙΕ ΙΩΑΝΝΗ ΦΟΥΡΚΑΛΙΔΗ!!!!
ΤΟ ΞΕΡΕΙ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ; ΤΟΝ ΠΑΝΤΑΖΗ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΒΑΛΕ Ο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗΣ ΣΕ ΑΡΓΙΑ! ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΝ ΚΙ Ο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΩΣ ΔΗΜΑΡΧΟ ΠΟΥ ΕΚΤΕΛΕΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ, ΑΛΛΑ ΩΣ ΔΗΜΑΡΧΟ ΣΕ ΑΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΛΕΟΝ ΩΣ ΑΠΛΟ ΠΟΛΙΤΗ!!!! Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ!!!
6. Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος.
7. Εάν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Αντίθετα, η αίτηση αναστολής μπορεί να απορριφθεί ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, αν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη.
8. Η Επιτροπή, εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων.
9. Η απόφαση της Επιτροπής μπορεί να ανακληθεί ύστερα από αίτηση του αρμόδιου Υπουργού ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή εκείνου που θα είχε δικαίωμα παρέμβασης στην ακυρωτική δίκη. Την ανάκληση μπορεί να δικαιολογήσουν μόνο νεότερα κρίσιμα στοιχεία, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη της Επιτροπής κατά την έκδοση της απόφασής της ή μεταβολή των δεδομένων βάσει των οποίων χορηγήθηκε η αναστολή εκτέλεσης.
10. Αν απορριφθεί η αίτηση αναστολής, επιτρέπεται η άσκηση νέας αίτησης, υπό τις προϋποθέσεις του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου που εφαρμόζεται αναλόγως.
11. Αν υποβληθεί παραίτηση από την αίτηση αναστολής, συντάσσεται σχετικό πρακτικό και αποδίδεται το παράβολο στον αιτούντα.
12. Ως προς τη δικαστική δαπάνη εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 35 του παρόντος».
Σημαντική είναι η διάταξη της § 5, που παρέχει στον πρόεδρό του ΣτΕ ή του αρμόδιου τμήματος, τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει και τις επείγουσες καταστάσεις με την έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής της εκτέλεσης (βλ. πιό κάτω § VI), με την κατάθεση της αίτησης ακύρωσης. Η προσωρινή διαταγή καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση και ισχύει μέχρι την έκδοση απόφασης της Επιτροπής Αναστολών. Η προσωρινή διαταγή μπορεί να ανακληθεί ακόμη και αυτεπαγγέλτως από τον Πρόεδρο ή την Επιτροπή.
ΙΙ. ΄Αμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης
Στις ουσιαστικές προϋποθέσεις για την αναστολή εκτέλεσης, ήδη κατά το άρθρο 52 § 6 ν.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 του ν. 2721/1999, περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων ότι:
«Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως. Η αίτηση όμως μπορεί (§ 6 εδ. β) να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος».
Η Επιτροπή (άρθρο 52 § 8) μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο κατά την περίπτωση κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων.
Η νομολογία είναι πλούσια στο αντικείμενο της παροχής, προσωρινής κυρίως, μερικής αναστολής της πράξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, με το προϊσχύσαν καθεστώς, πριν την τροποποίηση του άρθρου 35 του ν. 2721/1999.
Η ΕπΑνασΣτΕ διαμόρφωσε πάγια τη νομολογία της, κάνοντας μερικά δεκτές τις αιτήσεις προσωρινής αναστολής, ανεξάρτητα από το χρόνο υποβολής τους, δεχόμενη το αίτημα της μη εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ως προς τις ενέργειες που επιφέρουν ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα, μέχρις ότου αποφανθεί στην αίτηση ακύρωσης.
Ως τέτοιες ενέργειες θεωρεί η νομολογία την κοπή δένδρων, την κατεδάφιση κτισμάτων και τυχόν άλλες φυσικές αλλαγές, που προκαλούν ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη βλάβη.
Η νομολογία της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ, από όσα γνωρίζω και από ό,τι φαίνεται από τις αποφάσεις της, δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη σαφή νέα προϋπόθεση, που θέτει ήδη ο νόμος για την χορήγηση της προσωρινής αναστολής, δηλ. τη δυνατότητα της «άμεσης εκτέλεσης» της διοικητικής πράξης και τον από αυτήν κίνδυνο της ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης.
Ο όρος εκτελεστή πράξη προφανώς δεν συμπίπτει εννοιολογικά με τον όρο «εκτέλεση» του άρθρου 35 του ν. 2721/1999. Ο πρώτος προσδιορίζει τη φύση της διοικητικής πράξης, ο δεύτερος σημαίνει επικείμενη φυσική ενέργεια, δηλ. πράξη με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ο όρος «άμεση εκτέλεση», μετά την τροποποίηση του άρθρου 35 του ν. 2721/1999, δεν θα πρέπει να ερευνάται θεωρητικά και αφηρημένα, χωρίς το νόμιμο στοιχείο του επείγοντος, του άμεσου κινδύνου, για να μην καταλήξει να είναι υπερβολή της ελληνικής πραγματικότητας, μη θεμελιωμένη στο νόμο.
Η έρευνα της αίτησης θα πρέπει να γίνει από της πλευράς της ισχύουσας νομικής πραγματικότητας και της καθημερινής γνωστής πρακτικής. Το αντίθετο σημαίνει ότι αποδεχόμαστε ότι ο νομοθέτης θέσπισε τη διάταξη της § 6 του άρθρου 35 του ν. 2721/1999 χωρίς λόγο.
Η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας αποβλέπει στην αναστολή της εκτέλεσης μιας διοικητικής πράξης, της οποίας, στην περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, απαιτείται η τήρηση της παραπάνω διαδικασίας και η άμεση δυνατότητα υλικής ενέργειας καταστροφής, για να επέλθει η ανεπανόρθωτη κ.λπ. βλάβη.
Η επίκληση ότι θεωρητικά μπορεί να εκδοθεί αύριο η απόφαση του προσδιορισμού της αποζημίωσης, αμέσως να κατατεθεί η αποζημίωση και στη συνέχεια να γίνει η εκτέλεση, εκτός του ότι νομικά δεν είναι δυνατό και επιτρεπτό να συμβεί, επιπλέον κείται στο πεδίο του φανταστικού για την ελληνική διοικητική πραγματικότητα, ακόμη και για τα Ολυμπιακά έργα, για τα οποία απαιτείται δεκαήμερη έγγραφη προειδοποίηση και, στη συνέχεια, κοινοποίηση αντιγράφου της απόφασης (συγκοινοποιούμενου και αποσπάσματος του κτηματολογικού πίνακα παρακαταθήκης), κοινοποίηση επιταγής για εκτέλεση και πάροδος νέων δέκα ημερών, όταν επιχειρείται η κατεδάφιση κτίσματος (άρθρο 7 § 7 του ν. 2730/1999).
Η παρεχόμενη προσωρινή δικαστική προστασία στη διοικητική δίκη διέπεται από τις ίδιες αρχές της παροχής ασφαλιστικών μέτρων στην πολιτική δίκη, που με τις παραπάνω προϋποθέσεις του νόμου, δεν θα ήταν δυνατό να χορηγηθεί προσωρινή αναστολή.
Φρονούμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, ακόμη και για τις απαλλοτριώσεις για τα Ολυμπιακά έργα, όταν δεν έχει κατατεθεί αίτηση και δεν έχει ορισθεί ακόμη δικάσιμος, για τον καθορισμό της προσωρινής αποζημίωσης. Μέχρις ότου ορισθεί η προσωρινή αποζημίωση και δημιουργηθεί πραγματικός κίνδυνος «άμεσης εκτέλεσης», μπορεί να έχει κριθεί η αίτηση ακύρωσης από το ΣτΕ.
ΙΙΙ. Η απόφαση κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης
Η πράξη κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι εκτελεστή πράξη της διοίκησης γενικού περιεχομένου[6], η οποία όμως δεν συνεπάγεται άμεση εκτέλεσή της. Με αυτή διαγράφεται διαδικασία, συνήθως μακρά, στο τέρμα της οποίας και αφού προηγηθούν άλλες εξώδικες, διοικητικές και δικαστικές πράξεις, φθάνουμε σε σημείο δυνατότητας άμεσης εκτέλεσης.
Στο σημείο αυτό δικαιούται ο θιγόμενος να ζητήσει προσωρινή δικαστική προστασία.
Με τον όρο «άμεση» ο νομοθέτης εννοεί -κατά τη γνώμη μου- προφανώς την επικείμενη εκτέλεση και, προφανώς, δεν εννοεί εκτέλεση που αναφέρεται στο μέλλον, όταν ενδεχομένως θα έχει κριθεί ακόμη και η αίτηση ακύρωσης. Τότε μόνο μπορεί να χορηγηθεί προσωρινή αναστολή.
Με τον όρο «εκτέλεση» εννοείται ενέργεια, η οποία διαφοροποιεί δυσμενώς για τον αιτούντα την υπάρχουσα υλική ή νομική κατάσταση με την επέλευση ανεπανόρθωτης ή δυσεπανόρθωτης βλάβης.
Με τον όρο εκτέλεση νοείται αναγκαστική εκτέλεση, δηλ. πράξη δημόσιου δικαίου καταναγκαστική, η οποία διαφοροποιεί την υπάρχουσα νομική και πραγματική κατάσταση.
Στην περίπτωσή μας (στις απαλλοτριώσεις) ως δυσμενής και ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη βλάβη - ενέργεια νοείται η κατεδάφιση των κτισμάτων, της κατοικίας και της επαγγελματικής εγκατάστασης των αιτούντων ή άλλες φυσικές ενέργειες περιλαμβανόμενες στο έργο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.
Η εκδοθείσα και προσβαλλόμενη απόφαση τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου[7] ή κήρυξης άλλης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, δεν αποτελούν πράξη η οποία παρέχει τη δυνατότητα άμεσης, επικείμενης εκτέλεσης.
Είναι μεν εκτελεστές διοικητικές πράξεις γενικού περιεχομένου, αλλά δεν παρέχουν τη δυνατότητα άμεσης εκτέλεσης, αν δεν έχουν μεσολαβήσει μεταγενέστερα γεγονότα, που θα την καταστήσουν άμεσα εκτελεστή[8]. Με την έννοια αυτή, είναι απαράδεκτη ως πρόωρη η κατ' αυτής αίτηση προσωρινής αναστολής.
ΙV. Προϋποθέσεις άμεσης εκτέλεσης
Η διαδικασία, η οποία μπορεί να οδηγήσει την πράξη κήρυξης απαλλοτρίωσης σε άμεση εκτέλεση, στις κοινές και όχι τις απαλλοτριώσεις για Ολυμπιακά Έργα, είναι η ακόλουθη:
i) Η προδικασία (άρθρα 15-16-17 του ν. 2882/2001) και, στη συνέχεια, η διαδικασία καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας με ορισμό δικασίμου, κλήτευση των διαδίκων για συζήτηση και η έκδοση της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου (άρθρα 17, 18, 19 του ν. 2881/2001). Η διάρκεια της διαδικασίας αυτή συνηθέστατα είναι πολύ μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών. Αλλά και η έκδοση απόφασης προσδιορισμού της αποζημίωσης δεν παρέχει δυνατότητα άμεσης, όπως σημειώσαμε, επικείμενης εκτέλεσης.
ii) Με βάση τη δικαστική απόφαση της προσωρινής τιμής θα πρέπει να συνταχθεί ο πίνακας παρακατάθεσης της αποζημίωσης κατά ιδιοκτησία, που κι αυτός θα απαιτήσει χρονικό διάστημα, αν στα απαλλοτριούμενα υπάρχουν συστατικά και, στη συνέχεια, θα πρέπει να γίνει δημόσια κατάθεση της αποζημίωσης, με παρακατάθεση της αποζημίωσης στο ΤαμΠαρ και Δανείων και με δημοσίευση σχετικής ειδοποίησης στο ΦΕΚ για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης (άρθρο 7 του ν. 2882/2001).
Η πράξη της σύστασης παρακαταθήκης (άρθρο 8 του ν. 2882/2001) αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη (ΣτΕ 864/1979, ΣτΕ 3788/1978, ΣτΕ 2225/1973), προσβλητή με αίτηση ακύρωσης, η οποία και αυτή δεν παρέχει τη δυνατότητα άμεσης εκτέλεσης, δηλ. τη δυνατότητα κατεδάφισης του κτίσματος κ.λπ.
iii) Για την άμεση εκτέλεση απαιτείται, μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, νέα δικαστική διαδικασία κατά το ν.δ. 797/1971 και το ν. 2882/2001, μετά από έγγραφη πρόσκληση προς τον κάτοχο να παραδόσει το ακίνητό του και την πάροδο δέκα ημερών (άρθρο 9 § 2 ν. 2882/2001). Αν ο κάτοχος αρνηθεί την παράδοση του ακινήτου, απαιτείται νέα δικαστική ενέργεια, δηλαδή, κατά το άρθρο 9 § 2 των παραπάνω νόμων, αίτηση αποβολής του κατόχου στο αρμόδιο κατά το άρθρο 19 § 1 του ν. 2882/01 δικαστήριο (Μονομελές) και έκδοση δικαστικής απόφασης αποβολής του κατόχου.
Η κατάθεση αίτησης στο Μονομελές Πρωτοδικείο, κατά το άρθρο 9 § 3 του ν. 2882/2001, ο ορισμός δικάσιμης κατά κανόνα μετά από δύο ή τρεις, αν όχι περισσότερους μήνες, μια πρώτη (συνηθέστατη) αναβολή συζήτησης και η έκδοση απόφασης, η οποία και πρέπει να διατάξει την αποβολή του κατόχου, η καθαρογραφή και η θεώρησή της, όπως ευλόγως γίνεται κατανοητό, απαιτεί την πάροδο τουλάχιστον με τους πιο ευνοϊκούς όρους ενός εξαμήνου. Μετά ταύτα απαιτείται επίδοση επιταγής για την αποβολή και αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης του Μονομελούς κατά τον ΚΠολΔ, η οποία και πάλι απαιτεί διάστημα αρκετών ημερών.
Συνεπώς, μόνο μετά την άρνηση παράδοσης του ακινήτου και στο στάδιο της δικαστικής αποβολής του κατόχου κατά το άρθρο 9 του ν.δ. 2882/2001, υπάρχει κίνδυνος άμεσης εκτέλεσης.
Τον κίνδυνο όμως αυτόν τον έχει αντιμετωπίσει ορθά ο νομοθέτης (βλ. παρακάτω VI).
V. Απαλλοτριώσεις για Ολυμπιακά έργα
Στις απαλλοτριώσεις αυτές, λόγω της κατεπείγουσας ανάγκης συντέλεσης και αποβολής των κατόχων, ο νομοθέτης, με τις διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 8 του ν. 2730/1999, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 24 §§ 1 και 2 του ν. 2741/1999, 4 §§ 5 και 7 του ν. 2819/2000, 11 §§ 2, 3α, β και 11 του ν. 2947/2001 και 4 § 1α, β του ν. 2833/2000, επέσπευσε τη συντέλεσή τους και παρέκαμψε το δικαστικό στάδιο της αποβολής των κατόχων, ορίζοντας διαδικασία διαφορετική, ταχύτερη και αποτελεσματικότερη.
Στις απαλλοτριώσεις για τα Ολυμπιακά έργα, σύμφωνα με το άρθρο 7 § 5 του ν. 2730/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 § 1α του ν. 2833/2000, η απόφαση του δικαστικού καθορισμού της αποζημίωσης περιέχει και διάταξη αποβολής, υπό τον όρο όμως ότι έχει παρακατατεθεί η αποζημίωση που όρισε το δικαστήριο.
Στις απαλλοτριώσεις για τα Ολυμπιακά έργα, η δυνατότητα αποβολής, που σημαίνει κίνδυνο άμεσης εκτέλεσης, προϋποθέτει, μετά την έκδοση απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης, σύνταξη πίνακα παρακατάθεσης κατά ιδιοκτησία, παρακατάθεση της αποζημίωσης και έγγραφη πρόσκληση του κατόχου πριν από δέκα μέρες σε παράδοση του ακινήτου. Μετά την πάροδο των δέκα ημερών απαιτείται επίδοση επιταγής προς αναγκαστική εκτέλεση, με νέα προθεσμία 10 ημερών, για την εκτέλεση στα ακίνητα όπου υπάρχει κατοικία ή επαγγελματική εγκατάσταση (άρθρο 7 §§ 6 και 7 του ν. 2730/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 § 1α του ν. 2833/2000).
Κατά τρόπο λοιπόν αναμφίβολο, με τα παραπάνω δεδομένα δεν υφίσταται η προϋπόθεση του νόμου (άρθρο 35 του ν. 2721/1999) για την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης, γιατί τουλάχιστον θα πρέπει να έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση ή τουλάχιστον να έχει εκδοθεί η απόφαση προσδιορισμού της αποζημίωσης για τα Ολυμπιακά έργα, ενώ για τις κοινές απαλλοτριώσεις, θα πρέπει να έχει κοινοποιηθεί αίτηση αποβολής του άρθρου 9 του ν. 2882/2001, αν όχι και επιταγή για την εκτέλεση.
Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση στις απαλλοτριώσεις για τα Ολυμπιακά Έργα πριν από την συζήτηση της αίτησης για την έκδοση της απόφασης προσδιορισμού αποζημίωσης, η αίτηση για αναστολή εκτέλεσης ασκείται πρόωρα και απαράδεκτα.
VI. Προσωρινή διαταγή
Όπως και παραπάνω σημειώνεται, κατά το άρθρο 35 § 5 του ν. 2721/1999, με την κατάθεση της αίτησης προσωρινής αναστολής υπάρχει η δυνατότητα του Προέδρου του ΣτΕ ή του αρμόδιου τμήματος να εκδόσουν προσωρινή διαταγή αναστολής της εκτέλεσης, η οποία και καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση και ισχύει μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης της Επιτροπής Αναστολών.
Η διάταξη ισχυροποιεί τις παραπάνω απόψεις μας, δεδομένου ότι ο θιγόμενος από την τυχόν άμεση εκτέλεση της διοικητικής πράξης μπορεί και την τελευταία στιγμή να ζητήσει προσωρινή διαταγή, η οποία του εξασφαλίζει την αναστολή μέχρι να εκδοθεί η απόφαση στην αίτησή του για την αναστολή της εκτέλεσης.
Η προϋπόθεση αυτή, ενόψει και της διάταξης της § 5, με την οποία παρέχεται η αναστολή της επικείμενης εκτέλεσης με προσωρινή διαταγή του Προέδρου, ακόμη και την προηγούμενη ημέρα της πραγματοποίησής της, δημιουργεί κατά την άποψή μας απαράδεκτο της αίτησης αναστολής ως πρόωρης, όταν δεν οδηγούν σε ολοκλήρωση τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις της δυνατότητας της διοίκησης να μπορεί να προχωρήσει πραγματικά στις υλικές ενέργειες της εκτέλεσης.
Η Επιτροπή Αναστολών με τη σκέψη (πιθανώς) ότι δεν πρέπει ο αιτών να υποχρεούται καθημερινά να παρακολουθεί την πορεία της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και με το φόβο να υποστεί ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη βλάβη, δεν ερευνά την ύπαρξη της προϋπόθεσης του νόμου, της «άμεσης εκτέλεσης».
Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια να υποβάλλεται μεγάλος αριθμός αιτήσεων αναστολής προσωρινής εκτέλεσης, εντελώς προώρως, οι οποίες θα μπορούσαν και να μην έχουν υποβληθεί.
Η διαδικασία χορήγησης της προσωρινής διαταγής είναι συνηθέστατη και στις πολιτικές (αστικές) δίκες.
Η εφαρμογή του άρθρου 35 § 6 του ν. 2731/1999 θα πρέπει να έχει ως συνέπεια τον περιορισμό της πλημμυρίδας των αιτήσεων αναστολής που υποβάλλονται στην Ε.Α. του ΣτΕ, που πάσχει από φόρτο υποθέσεων, πολλές φορές χωρίς λόγο, γιατί, μετά τη δίκη του καθορισμού της αποζημίωσης, οι θιγόμενοι πολλές φορές κρίνουν ότι δεν έχουν συμφέρον να προβούν σε ακύρωση της πράξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή στη μερική της προς το παρόν αναστολή, ενώ, σε άλλες περιπτώσεις, θα έχει ήδη εκδοθεί απόφαση στην αίτηση ακύρωσης.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ΕπΑνΣτΕ 718/1993 ΕλλΔνη 1993.1577, όπου και εκτενές σχόλιο ΄Ολγας Ζύγουρα.[1]
2. Γ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Σύνταγμα και προσωρινή δικαστική προστασία, ΤοΣ 1992.307 επόμ., Β. ΣΚΟΥΡΗ, Η προσωρινή δικαστική προστασία στις διοικητικές πράξεις, 4η έκδ. (2001), Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 1998, σελ. 355 επόμ., Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, ΓενΔιοικΔικ 1992.38.[2]
3. Πελαγία ΓΕΣΙΟΥ - ΦΑΛΤΣΗ, Το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης (Γεν. Μέρος), 16 σελ. 260 επόμ., Κ. ΧΟΡΟΜΙΔΗ, Δίκαιο της ρυμοτομίας και πολεοδομικού σχεδιασμού (έκδ. 2002) σελ. 45 επόμ.[3]
4. ΧΡ. ΓΕΡΑΡΗΣ, Η προσωρινή δικαστική προστασία στα δημόσια έργα, στις προμήθειες και τις υπηρεσίες (ν. 2522/1997).[4]
5. Βλ. Ειρ. ΣΑΡΠ, Ευρετ. Αποφ. Επιτρ. Αναστολών ΣτΕ 1996, ΕΔΔΔ 1997.268, ΕΥ. ΚΟΥΤΟΥΠΑ - ΡΕΓΚΑΚΟΥ, Προσωρινή προστασία ενώπιον εθνικών δικαστηρίων και κοινοτικό δίκαιο (με αφορμή την απόφαση του ΔευρΚ της 26.11.1996), ΕΕΕυρΔ 1998.329.[5]
6. Γ. ΠΑΠΑΧΑΤΖΗ, Σύστημα του εν Ελλάδι ισχύοντος Διοικ. Δικαίου, έκδ. Δ 1965, σελ. 654, Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, ΓενΔιοικΔικ, τόμ. Α, σελ. 146, Ι. ΔΡΥΛΛΕΡΑΚΗ σημ. στη ΣτΕ 4186/1976, ΝοΒ 25.1252, ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, Εγχειρίδιο ΔιοικΔικ (1982) σελ. 106, υποσημ. 3, ΣτΕ 2106/1958, 2387/1972, 3507/1977.[6]
7. Κ. ΧΟΡΟΜΙΔΗ, Το Δίκαιο της Ρυμοτομίας και του Πολεοδομικού σχεδιασμού § 14, σελ. 267.[7]
8. Κ. ΧΟΡΟΜΙΔΗ, Η αναγκαστική απαλλοτρίωση (έκδ. Γ΄ 1997) §§ 115, 116, 165, 174).
ΚΥΡΙΕ ΓΕΝΙΚΕ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ
Η ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΓΙΑΤΙ ΤΗΝ ΕΧΟΥΝ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΕΙ ΒΑΡΙΑ ΟΙ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ ΣΑΛΤΙΜΠΑΓΚΟΙ!!!!ΓΙΑΤΙ ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΥΤΗ; ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΩ ΣΤΙΣ ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΠΩΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ! Ο ΚΑΘΕ ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ ΟΥΤΕ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΔΕΝ Θ'ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΤΗΝ ΟΞΥΝΟΙΑ ΜΟΥ!
ΚΥΡΙΕ ΦΟΥΡΚΑΛΙΔΗ ΑΠΟ 14 ΧΡΟΝΩΝ ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ! ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑΝΤΗΣ ΓΙ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΓΟΥΣΤΑΡΑ ΚΙ ΟΥΤΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΝΑ ΣΥΜΒΙΒΑΖΟΜΑΙ ΜΕ ΤΑ ''ΝΟΥΜΕΡΑ'' ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ!!!
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΑΣ ΚΥΡΙΟΙ,
ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΑ ΤΑ ΛΕΝΕ ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ, ΚΑΛΑ ΤΑ ΛΕΝΕ ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΛΑ ΤΑ ΛΕΣ ΚΑΙ ΕΣΥ ΤΩΡΑ. ΣΗΜΑΣΙΑ ΟΜΩΣ ΈΧΕΙ ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΟΠΩΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ (ΑΚΟΥΣΕΣ ΚΑΤΙ;) ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΒΛΕΠΕΙΣ. ΟΠΩΣ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ, ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ, ΑΚΟΥΣΕΣ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΦΥΡΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΥΠΟΨΙΑΖΟΜΑΙ ΟΤΙ ΘΑ ΣΤΗΡΙΞΕΣ ΚΑΙ ΕΣΥ? Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥΣ ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ, ΕΙΝΑΙ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΣΥΝΕΝΟΧΗ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΠΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ. ΚΑΙ ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΛΑΟ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΑΝ ΤΑ ΠΑΠΑΓΑΛΑΚΙΑ ΤΟΥ. Ο ΛΑΟΣ ΕΞΑΠΑΤΗΘΗΚΕ . ΑΝ ΤΟΥ ΕΛΕΓΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΕΣ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΩΡΑ, ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΤΑΝΤΗΜΑ ΠΟΥ ΘΑ ΕΦΤΑΝΑΝ ΤΟ ΔΗΜΟ, ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΘΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΕ ΣΑΔΟΜΑΧΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΨΗΦΙΖΕ, ΓΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΘΕΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΟΣΑ ΘΑ ΕΡΘΟΥΝ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕχει γίνει μεταφορά αρμοδιότητος από το Σουμβούλιο Επικρατείας στο Διοικητικό Εφετείο με το άρθρο 1 του Ν..702/1977(ΦΕΚ 268 Α΄),το οποίο ευρίσκεται σε ισχύ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣύμφωνα με το άρθρο αυτό:
«1. Εις την αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται και η εις πρώτον βαθμόν εκδίκασις αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων των διοικητικών αρχών αφορώσαι: α) α. εις τον διορισμόν και την εν γένει υπηρεσιακήν κατάστασιν των υπαλλήλων (πολιτικών και στρατιωτικών) του Δημοσίου,των Δήμων και Κοινοτήτων, και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β)εις την εισαγωγήν και κατάστασιν εν γένει μαθητών των παραγωγικών σχολών των ως άνω υπαλλήλων και τας μεταβολάς της καταστάσεως των εφέδρων αξιωματικών. γ)εις την πρόσληψιν και την εν γένει κατάστασιν προσωπικού του Δημοσίου των Δήμων και Κοινοτήτων και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ανεξαρτήτως της φύσεως της συνδεούσης αυτό σχέσεως, ως και εις το προσωπικόν εν γένει των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και φροντιστηρίων».