Για τον Σπύρο, ο θάνατος του μέσα στο Καραϊσκάκη, έμοιαζε με την υπέρτατη θυσία εν ώρα καθήκοντος…
«Πάμε ρε Σπυράκι να πιούμε καμιά μπυρίτσα και να πειράξουμε καμιά ψόφια», του έλεγα.
«Τι λες ρε Μανωλιό, μυαλό κουκούτσι έχεις! Ο Θρύλος παίζει και εσύ μου λες για γυναίκες. Άσε με ρε, είμαι μικρός ακόμα για τέτοια. Έχω καιρό…», έλεγε.
Όλοι νομίζαμε ότι είχε καιρό να ζήσει την ζωή του, να χαρεί τον Ολυμπιακό του. Η οικογένεια του, οι φίλοι του, όλοι μας. Κανείς δεν μπορούσε να αντιληφθεί η έστω να περάσει από το μυαλό του, αυτό που θα γινότανε εκείνη την μέρα και τι παγίδα μας είχε στήσει ο θάνατος. Η θύρα θανάτου…
Εγώ, ο Μανωλιός, 18 χρόνων τότε, Ολυμπιακός με τις ώρες μου, είχα τον Σπύρο να με βάζει σε τάξη (όπως έλεγε) και να μου θυμίζει ποια είναι η θέση μας και που έπρεπε να είμαστε όταν έπαιζε ο Ολυμπιακός.
Το Σάββατο, στις 7/2, δεν κοιμηθήκαμε όλο το βράδυ. Μαζευτήκαμε στο λιμάνι, με μια μπύρα στο χέρι μέχρι το πρωί. Ξεχαστήκαμε με την κουβέντα, είχε φάει τότε μεγάλο κόλλημα με τον Γαλάκο. Όλο για αυτόν μιλούσε, ήταν τρελός και παλαβός για εκείνον. «Αύριο θα πάω, σίγουρα πράγματα! Να τον φιλήσω, να τον ακουμπήσω απλά, και μετά δεν θα πλυθώ μέχρι την άλλη Κυριακή…», έλεγε. «Δεν με χωράνε τα παπούτσια μου όταν τον βλέπω, θέλω να τα βγάλω και να τρέξω προς το μέρος του. Είναι ο Θεός ο ίδιος!», μονολογούσε.
«Μην βλαστημάς ρε Σπύρο», του έλεγα εγώ ο αφελής…
Πήγαμε σπίτι με τα ποδιά θυμάμαι. Από τον Πειραιά μέχρι το Χαλάνδρι, με την κουβέντα δεν καταλάβαμε τον ποδαρόδρομο. Την άλλη μέρα ο Σπύρος σήκωσε πυρετό. «Μας πήρε το αεράκι ρε Σπύρακλα», του είπα. Η κυρά Κατερίνα το θεώρησε απίθανο να σηκωθεί να πάει στον αγώνα.
«Άστη να λέει, δεν χάνω τον αγώνα με την χανούμισσα εγώ, και πεθαμένος θα πάω!».Θεέ μου, τι κουβέντα…
Ξεκινήσαμε από τις 11 να κατηφορίζουμε. Όλοι οι δρόμοι ντυμένοι στα κόκκινα, οδηγούσαν προς μια κατεύθυνση: στο Καραϊσκάκη. Σε όλη την διαδρομή ο Σπύρος ήταν χαμένος (όπως πάντα πριν από κάθε αγώνα), τραγούδαγε και μίλαγε μόνος του. «Φτάσαμε Μανωλιό, φτάσαμε! Κοίτα το, κοίτα το, είναι παράδεισος!». «Παράδεισος για εμάς και κόλαση για τους άλλους», του είπα και μας έπιασαν τα γέλια.
Στις 12 ήμασταν ήδη μέσα, Θύρα 7 όπως πάντα. Τα λεπτά άρχισαν να κυλούν. Το τόπι χανότανε μέσα στα ποδιά των παιχταράδων μας. Ένα γήπεδο «στο πόδι», χωρίς σταματημό, ένα γήπεδο κόλαση. Μετά από το 3ο λεπτό του παιχνιδιού, με ένα τρομερό κατέβασμα που έκανε ο Γαλάκος, έβαλε το πρώτο του γκολ. Αυτό ήταν. Το γήπεδο πήρε φωτιά, και μαζί με αυτό και η καρδιά του Σπύρου, ο οποίος γκρεμοτσακίστηκε από το κάγκελο μέσα στα πανηγύρια.Το κεφάλι του άνοιξε, αλλά ποιος έδινε σημασία. Ούτε ο ίδιος. Μέσα στα αίματα φώναζε: «Ο-ΛΥ-ΜΠΙ-Α-ΚΟΣ! Ο-ΛΥ-ΜΠΙ-Α-ΚΟΣ!».
«Ρε Σπύρακλα, πρόσεχε ρε. Θα σκοτωθείς ρε φίλε».«Υπάρχει πιο γλυκός θάνατος ρε; Να σου πω εγώ: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ»…
Τέλος του ημιχρόνου.
Το δεύτερο ημίχρονο άρχισε και ο Σπύρος έμεινε τελικά μαζί μου, δεν αισθανότανε και πολύ καλά. Όταν όμως ο Γαλάκος ξανακάρφωσε την μπάλα στα δίχτυα, ανέβηκε πάλι στα κάγκελα και χοροπήδαγε σαν το κατσίκι… «Οικονομόπουλε, να τον προσεχείς αυτόν, θα σου καρφώσει κι άλλα!», έλεγε στον τερματοφύλακα.
Τα γκολ διαδέχονταν το ένα το άλλο. Η καρδιά μας είχε βγει από την θέση της και έκανε και αυτή τις βόλτες της μέσα στο γήπεδο. Ο Κουσουλάκης και ο Ορφανός είχαν ήδη βάλει από ένα γκολ. Το σκορ ήταν 4-0 και το γλέντι φούντωνε, γλέντι που έγινε ακόμα πιο ξέφρενο έπειτα από την τρελή κούρσα του Βαμβακούλα και το 5-0. Το όνειρο που ζούσαμε, ένα πραγματικό γεγονός πλέον, έφτασε στην αποκορύφωση του όταν ο Μάϊκ Γαλάκος στο 84′ έκανε το 6-0. Δεν θέλαμε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή, τίποτα άλλο δεν θα έφερνε την καρδιά μας σε τέτοιο παραλήρημα. Και έτσι ξαφνικά, όλα άρχισαν…
«Πάμε ρε! Πάμεεεεεε!!!»,
«Που πάνε όλοι ρε Σπύρο, που να πάμε;».
«Πάμε ρε σου λέω, πάμε να τους βρούμε ρεεεεε! Τα αγόρια μας, τους άρχοντες μας, πάμε που σου λέω!».
«Κάτσε ρε Σπύρο, δεν τελείωσε, ένα λεπτό έχει ακόμα, κάτσε…».
Που να ακούσει…
«Γαλάκο, σου ‘ρχομαι!», φώναζε. Άρχισε να τρέχει προς την έξοδο μαζί με τόσους άλλους. Τρέχαμε όλοι μαζί, με το μάτι να γυαλίζει απο χαρά και περηφάνια. Κοντά στο πρώτο σκαλί, πήγα να τον πιάσω.
«Μην χαθούμε, ρε!», του φώναζα. Λίγο πριν το πρώτο σκαλί, ξαφνικά, τον είδα να χάνεται, να πέφτει. Να πέφτουν όλοι από πάνω του, ο ένας μετά τον άλλον, με φόρα, με ορμή. Παντού φωνές, κραυγές, σπαραχτικές κραυγές… «Ρεεεεεεεεεεεεεεε! Ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!!!», φώναζα. «Σταματήστε, πέσαμε ρεεεεε!!!». Η φωνή μου, ένα τίποτα μέσα στον όχλο, όλοι τρέχανε όλο και πιο πολύ, χωρίς να ξέρουν ότι από κάτω βρίσκεται κόσμος. «Ανοίξτε ρεεεεεεεε!!! Ανοίξτε καθάρματα τις πόρτες!!! Ανοίξτε γαμώ το στανιό μου… ΣΠΥΡΟΟΟΟΟΟ, που είσαι ρεεεεεε… Ανοίξτε μαλάκες!!! Μηηηηηηη, μη τρέχετε, είμαστε κάτω ρεεεεεεε!!!»…
Λόγια, οδύνης λόγια, χαραγμένα σαν από κοφτερή λεπίδα πάνω στην καρδιά μου. Είχαν πέσει από πάνω μου παιδιά και από κάτω μου άλλα να φωνάζουν σπαρακτικά. Μετά από κάποια ώρα, κατάφερα να σηκωθώ ενώ ακόμα παλικάρια, το ένα μετά το άλλο, έπεφταν κάτω στις σκάλες.
Βλέπω, μέσα στον χαλασμό, τον Σπύρο σφηνωμένο στην γωνία της πόρτας. Ένα κουβάρι να φωνάζει: «Ααααααααααααα το κεφάλι μου, το κεφαλάκι μουυυυυυ…».
Πήγα κοντά του. Του έβγαλα το κεφάλι μέσα από το κάγκελο. Ήταν σαν ένα ξένο σώμα πάνω του, δεν το αισθανόταν. Βρήκαμε ένα άνοιγμα, μια τρύπα που προσπάθησαν να ανοίξουν στην πόρτα. Βγήκαμε έξω. Έσυρα σαν τσουβάλι τον Σπύρο στον περίβολο της θύρας, και τον πήρα στην αγκαλιά μου. Δεν ένιωθε τίποτα πάνω του. Του στερέωσα το κεφάλι στο τοίχο. Έβαλα τα κλάματα… Δεν θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει ούτε η μανά του έτσι όπως ήταν…
«Σπύρο… Μίλα ρε φίλε. ΜΙΛΑΑΑΑ!!!».
«Πονάω…Το κεφάλι μου… Πονάω… Τι γίνεται;… Tι έγινε;… Πονάω Μανωλιό. Πονάωωωωωω…».«Σώπα, σώπα. Έρχονται ρε, έρχονται. Θα σε φτιάξουν ρε, μη μιλάς… Σώπα…».
«Γιατί φωνάζουν; Τι γίνεται ρε Mανωλιό. Τι γίνεται, τι μας κάνανε».
«Τίποτα, σταμάτα αγόρι μου, έρχονται».
Τον αφήνω, πάω προς την είσοδο να βοηθήσω. Περνάω το χέρι μου μέσα από την τρύπα, 10 άτομα το αρπάζουν. Προσπαθούσαν να γλιτώσουν, να βγούν. Δεν μπορούσα να πιάσω κανέναν. Έπιανα ένα χέρι, αλλά ήταν αδύνατον να ξεχωρίσω το υπόλοιπο σώμα. Μια μάζα όλα, χέρια, πόδια, μυαλά, όλα ένα… Έξω από την είσοδο, κόσμος να τρέχει να βοηθήσει, πανικός, κραυγές, κραυγές που σου έκαιγαν την ψυχή. Όλα μία κόλαση…
Τα πρώτα ασθενοφόρα έφτασαν. Έτρεξα στον Σπύρο.
«Σπύρακλα, έλα φτάσανε, έλα πάμε στον γιατρό, πάμε! Ακούς; Θα σε πάρω αγκαλιά να σε πάω μέχρι εκεί, ακούς; Κάνε υπομονή, ήρθαν…».
Δεν μιλούσε. Τα μάτια του τρεμόπαιζαν κλειστά, δεν μίλαγε, δεν κουνιόταν. Τα έχασα…
«Όχι ρε! Όχι… Σπύρο, κάνε κουράγιο, ήρθανε ρε. Έλα, και θα σου φέρω τον Γαλάκο να σε δει, ακούς;… Ακούς Σπύρο μου;… Έλα πάμε, πάμε αγόρι μου, πάμε…».
Τον παίρνω στην αγκαλιά μου. Το κεφάλι του κρεμόταν κάτω. Τον πάω στο πρώτο ασθενοφόρο που είδα μπροστά μου, είχαν μέσα αλλά δυο παιδιά.
«Πάρτε τον, πάρτε τον σας παρακαλώ. Δεν μιλάει, δεν σαλεύει, πάρτε τον!».
«Στο δίπλα, είναι άδειο. Στο δίπλα…», μου λέει ο νοσοκόμος.
Πάω δίπλα, τον παίρνει ένας γιατρός, τον βάζουν στο φορείο, του περνάνε ορούς και την μάσκα οξυγόνου και στο τέλος του φοράνε ένα κολάρο στο λαιμό. Μπαίνουμε μέσα και κατευθυνόμαστε προς το Τζάνειο. Στη διαδρομή, ο νοσοκόμος του μέτραγε την πίεση και του έκανε συνέχεια ενέσεις.
«Γιατρέ τι…Τι γίνεται, πες μου… Πες, ζει; Θα γίνει καλά; Πες μου, σε παρακαλώ, είμαι φίλος του, πες μου!».
«Πρέπει να έχει σπάσει τον λαιμό του, δύσκολα… Θα δούμε…».«Όχι… Όχι ρε Σπύρο, μην μου το κανείς αυτό, όχι… Έλα, ξύπνα! Ξύπνα!!!».
Με έπιασε πανικός. Έπεσα πάνω του και άρχισα να τον κουνάω πέρα δώθε. Του έβγαλα τον ορό από το χέρι κατά λάθος. Δεν καταλάβαινα τι μου γινόταν. Κρύωνα, ίδρωνα, είχα πάθει σοκ. Ο γιατρός με τράβηξε μακριά, έβαλε τον ορό στον Σπύρο, και μου είπε ότι δεν του κάνω καλό με αυτό τον τρόπο. Με ρώτησε αν ήθελα να μου κάνει μια ηρεμιστική ένεση.
«Όχι δεν θέλω τίποτα, καλά είμαι», του είπα.
Φτάσαμε στο νοσοκομείο. Ήδη ο πανικός είχε μεταφερθεί εκεί. Βγήκαμε, πήραν τρέχοντας στην εντατική τον Σπύρο. Εγώ πήγα στα ιατρεία να μου περάσουν μια γάζα στο κεφάλι, το είχα σκίσει. Μετά βγήκα και περίμενα τα νέα για τον φίλο μου. Άρχισα να κλαίω, μόλις συνειδητοποιούσα τι είχε γίνει. Ζήτησα από τους γιατρούς να πάρω τηλέφωνο την οικογένεια του Σπύρου. Πήρα τηλέφωνο σπίτι του…
«Μαρία, δώσε μου την μαμά σου… Κυρία Κατερίνα…».
Δεν πρόλαβα να τελειώσω την φράση μου…
«Μανωλιό, πες μου ότι είσαστε καλά! Βλέπουμε τηλεόραση, μάθαμε τι έγινε, πες μου μόνο αυτό…Γιατί κλαις αγόρι μου; Μην κλαις, πέρασε τώρα… Δώσε μου τον Σπύρο να ησυχάσω, δώσε μου να του μιλήσω στο τηλέφωνο…».«Κυρία Κατερίνα, ελάτε από δω… Δεν είναι καλά ο Σπύρος».
Η γυναίκα έπεσε, λιποθύμησε στο λεπτό. Επικράτησε πανικός. Ο θείος του πήρε το τηλέφωνο σαν πιο ψύχραιμος (ο πατέρας του είχε πεθάνει), ένας δεύτερος πατέρας για αυτόν. Του εξήγησα τι είχε συμβεί… Σε 15 λεπτά φτάσανε. Το χάος έξω από το νοσοκομείο επιβάρυνε την κατάσταση της κυρίας Κατερίνας, η οποία έχασε πάλι τις αισθήσεις της. Την πήγαν οι γιατροί να ξαπλώσει. Ο θείος του Σπύρου έκλαιγε ασταμάτητα. Πήγε να τον δει. Όταν βγήκε δεν μας μίλησε. Κατευθύνθηκε προς την έξοδο, πήρε φόρα, και κοπάνισε την γροθιά του στον τοίχο…
«Γιατί Θεέ μου…», φώναξε, «ΓΙΑΤΙ; Γιατί το παλικάρι μου ρε…».
Η μικρή του αδερφή έτρεξε προς το μέρος του, του έπιασε το πόδι και άρχισε να κλαίει. Αυτή την εικόνα την έβλεπες παντού, σε κάθε γωνία μέσα στο νοσοκομείο. Στον νεκροθάλαμο, μαζεύονταν συνέχεια συγγενείς, προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν τους δικούς τους ανθρώπους. Συνεχείς λιποθυμιές. Οι γιατροί τρέχανε να δώσουν τις πρώτες βοήθειες. Εγώ, η μητέρα του, ο θείος του και οι αδερφές του, καθόμασταν και περιμέναμε με αγωνία να έρθει κάποιος να μας πει κάτι, το παραμικρό. Νοσοκόμες και γιατροί, πήγαιναν μέσα έξω συνεχώς. Δεν τις κοιτούσα ποτέ, δεν ήθελα να έρθουν προς το μέρος μας. Το ένα παιδί μετά το άλλο έφευγε από την ζωή. Όλοι μπαίνανε στον ψυχρό θάλαμο με μια ελπίδα, να μην είναι ο δικός τους άνθρωπος ένα από τα σκορπισμένα πτώματα που βρίσκονταν κάτω στο δάπεδο του νεκροτομείου. Τα περισσότερα θύματα δεν είχαν ταυτότητα πάνω τους, οπότε έπρεπε να γίνει αναγνώριση από τους συγγενείς. Δεν υπάρχει πιο τρομακτικό πράγμα από το να είσαι με την αμφιβολία, να περιμένεις την σειρά σου να μπείς σε εκείνο το δωμάτιο, μη ξέροντας αν θα βγεις με το παιδί σου νεκρό στα χέρια σου ή όχι.
-------------------------
Από τότε ξαναπήγα στο γήπεδο, όχι αρκετές φορές όμως. Θυμάμαι πως όταν περνούσα έξω από το Καραϊσκάκη, ο πόνος γινόταν αβάσταχτος. Προσπαθώ ακόμα και τώρα να λέω στα παιδιά μου, για εκείνη την μοιραία μέρα. Τους έχω πει τα πάντα για τον ΣΠΥΡΑΚΛΑ, ο μικρός μου γιος πήρε το όνομά του.Η ζωή μου όλη περιστρέφεται γύρω από αυτό το γεγονός, θέλοντας και μη. Από τότε κάθε οικογένεια ζει το δικό της δράμα. Η μοίρα έπαιξε πολύ σκληρό παιχνίδι την μαύρη εκείνη ημέρα. Πολλές οικογένειες διαλύθηκαν, όπως η οικογένεια του 14χρονου Παναγιώτη Τουμανίδη. Μετά τον θάνατο του Παναγιώτη, πέθανε ο πατέρας, η γιαγιά, και η αδερφή του (26 μόλις χρόνων).
«Πάμε ρε Σπυράκι να πιούμε καμιά μπυρίτσα και να πειράξουμε καμιά ψόφια», του έλεγα.
«Τι λες ρε Μανωλιό, μυαλό κουκούτσι έχεις! Ο Θρύλος παίζει και εσύ μου λες για γυναίκες. Άσε με ρε, είμαι μικρός ακόμα για τέτοια. Έχω καιρό…», έλεγε.
Όλοι νομίζαμε ότι είχε καιρό να ζήσει την ζωή του, να χαρεί τον Ολυμπιακό του. Η οικογένεια του, οι φίλοι του, όλοι μας. Κανείς δεν μπορούσε να αντιληφθεί η έστω να περάσει από το μυαλό του, αυτό που θα γινότανε εκείνη την μέρα και τι παγίδα μας είχε στήσει ο θάνατος. Η θύρα θανάτου…
Εγώ, ο Μανωλιός, 18 χρόνων τότε, Ολυμπιακός με τις ώρες μου, είχα τον Σπύρο να με βάζει σε τάξη (όπως έλεγε) και να μου θυμίζει ποια είναι η θέση μας και που έπρεπε να είμαστε όταν έπαιζε ο Ολυμπιακός.
Το Σάββατο, στις 7/2, δεν κοιμηθήκαμε όλο το βράδυ. Μαζευτήκαμε στο λιμάνι, με μια μπύρα στο χέρι μέχρι το πρωί. Ξεχαστήκαμε με την κουβέντα, είχε φάει τότε μεγάλο κόλλημα με τον Γαλάκο. Όλο για αυτόν μιλούσε, ήταν τρελός και παλαβός για εκείνον. «Αύριο θα πάω, σίγουρα πράγματα! Να τον φιλήσω, να τον ακουμπήσω απλά, και μετά δεν θα πλυθώ μέχρι την άλλη Κυριακή…», έλεγε. «Δεν με χωράνε τα παπούτσια μου όταν τον βλέπω, θέλω να τα βγάλω και να τρέξω προς το μέρος του. Είναι ο Θεός ο ίδιος!», μονολογούσε.
«Μην βλαστημάς ρε Σπύρο», του έλεγα εγώ ο αφελής…
Πήγαμε σπίτι με τα ποδιά θυμάμαι. Από τον Πειραιά μέχρι το Χαλάνδρι, με την κουβέντα δεν καταλάβαμε τον ποδαρόδρομο. Την άλλη μέρα ο Σπύρος σήκωσε πυρετό. «Μας πήρε το αεράκι ρε Σπύρακλα», του είπα. Η κυρά Κατερίνα το θεώρησε απίθανο να σηκωθεί να πάει στον αγώνα.
«Άστη να λέει, δεν χάνω τον αγώνα με την χανούμισσα εγώ, και πεθαμένος θα πάω!».Θεέ μου, τι κουβέντα…
Ξεκινήσαμε από τις 11 να κατηφορίζουμε. Όλοι οι δρόμοι ντυμένοι στα κόκκινα, οδηγούσαν προς μια κατεύθυνση: στο Καραϊσκάκη. Σε όλη την διαδρομή ο Σπύρος ήταν χαμένος (όπως πάντα πριν από κάθε αγώνα), τραγούδαγε και μίλαγε μόνος του. «Φτάσαμε Μανωλιό, φτάσαμε! Κοίτα το, κοίτα το, είναι παράδεισος!». «Παράδεισος για εμάς και κόλαση για τους άλλους», του είπα και μας έπιασαν τα γέλια.
Στις 12 ήμασταν ήδη μέσα, Θύρα 7 όπως πάντα. Τα λεπτά άρχισαν να κυλούν. Το τόπι χανότανε μέσα στα ποδιά των παιχταράδων μας. Ένα γήπεδο «στο πόδι», χωρίς σταματημό, ένα γήπεδο κόλαση. Μετά από το 3ο λεπτό του παιχνιδιού, με ένα τρομερό κατέβασμα που έκανε ο Γαλάκος, έβαλε το πρώτο του γκολ. Αυτό ήταν. Το γήπεδο πήρε φωτιά, και μαζί με αυτό και η καρδιά του Σπύρου, ο οποίος γκρεμοτσακίστηκε από το κάγκελο μέσα στα πανηγύρια.Το κεφάλι του άνοιξε, αλλά ποιος έδινε σημασία. Ούτε ο ίδιος. Μέσα στα αίματα φώναζε: «Ο-ΛΥ-ΜΠΙ-Α-ΚΟΣ! Ο-ΛΥ-ΜΠΙ-Α-ΚΟΣ!».
«Ρε Σπύρακλα, πρόσεχε ρε. Θα σκοτωθείς ρε φίλε».«Υπάρχει πιο γλυκός θάνατος ρε; Να σου πω εγώ: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ»…
Τέλος του ημιχρόνου.
Το δεύτερο ημίχρονο άρχισε και ο Σπύρος έμεινε τελικά μαζί μου, δεν αισθανότανε και πολύ καλά. Όταν όμως ο Γαλάκος ξανακάρφωσε την μπάλα στα δίχτυα, ανέβηκε πάλι στα κάγκελα και χοροπήδαγε σαν το κατσίκι… «Οικονομόπουλε, να τον προσεχείς αυτόν, θα σου καρφώσει κι άλλα!», έλεγε στον τερματοφύλακα.
Τα γκολ διαδέχονταν το ένα το άλλο. Η καρδιά μας είχε βγει από την θέση της και έκανε και αυτή τις βόλτες της μέσα στο γήπεδο. Ο Κουσουλάκης και ο Ορφανός είχαν ήδη βάλει από ένα γκολ. Το σκορ ήταν 4-0 και το γλέντι φούντωνε, γλέντι που έγινε ακόμα πιο ξέφρενο έπειτα από την τρελή κούρσα του Βαμβακούλα και το 5-0. Το όνειρο που ζούσαμε, ένα πραγματικό γεγονός πλέον, έφτασε στην αποκορύφωση του όταν ο Μάϊκ Γαλάκος στο 84′ έκανε το 6-0. Δεν θέλαμε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή, τίποτα άλλο δεν θα έφερνε την καρδιά μας σε τέτοιο παραλήρημα. Και έτσι ξαφνικά, όλα άρχισαν…
«Πάμε ρε! Πάμεεεεεε!!!»,
«Που πάνε όλοι ρε Σπύρο, που να πάμε;».
«Πάμε ρε σου λέω, πάμε να τους βρούμε ρεεεεε! Τα αγόρια μας, τους άρχοντες μας, πάμε που σου λέω!».
«Κάτσε ρε Σπύρο, δεν τελείωσε, ένα λεπτό έχει ακόμα, κάτσε…».
Που να ακούσει…
«Γαλάκο, σου ‘ρχομαι!», φώναζε. Άρχισε να τρέχει προς την έξοδο μαζί με τόσους άλλους. Τρέχαμε όλοι μαζί, με το μάτι να γυαλίζει απο χαρά και περηφάνια. Κοντά στο πρώτο σκαλί, πήγα να τον πιάσω.
«Μην χαθούμε, ρε!», του φώναζα. Λίγο πριν το πρώτο σκαλί, ξαφνικά, τον είδα να χάνεται, να πέφτει. Να πέφτουν όλοι από πάνω του, ο ένας μετά τον άλλον, με φόρα, με ορμή. Παντού φωνές, κραυγές, σπαραχτικές κραυγές… «Ρεεεεεεεεεεεεεεε! Ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!!!», φώναζα. «Σταματήστε, πέσαμε ρεεεεε!!!». Η φωνή μου, ένα τίποτα μέσα στον όχλο, όλοι τρέχανε όλο και πιο πολύ, χωρίς να ξέρουν ότι από κάτω βρίσκεται κόσμος. «Ανοίξτε ρεεεεεεεε!!! Ανοίξτε καθάρματα τις πόρτες!!! Ανοίξτε γαμώ το στανιό μου… ΣΠΥΡΟΟΟΟΟΟ, που είσαι ρεεεεεε… Ανοίξτε μαλάκες!!! Μηηηηηηη, μη τρέχετε, είμαστε κάτω ρεεεεεεε!!!»…
Λόγια, οδύνης λόγια, χαραγμένα σαν από κοφτερή λεπίδα πάνω στην καρδιά μου. Είχαν πέσει από πάνω μου παιδιά και από κάτω μου άλλα να φωνάζουν σπαρακτικά. Μετά από κάποια ώρα, κατάφερα να σηκωθώ ενώ ακόμα παλικάρια, το ένα μετά το άλλο, έπεφταν κάτω στις σκάλες.
Βλέπω, μέσα στον χαλασμό, τον Σπύρο σφηνωμένο στην γωνία της πόρτας. Ένα κουβάρι να φωνάζει: «Ααααααααααααα το κεφάλι μου, το κεφαλάκι μουυυυυυ…».
Πήγα κοντά του. Του έβγαλα το κεφάλι μέσα από το κάγκελο. Ήταν σαν ένα ξένο σώμα πάνω του, δεν το αισθανόταν. Βρήκαμε ένα άνοιγμα, μια τρύπα που προσπάθησαν να ανοίξουν στην πόρτα. Βγήκαμε έξω. Έσυρα σαν τσουβάλι τον Σπύρο στον περίβολο της θύρας, και τον πήρα στην αγκαλιά μου. Δεν ένιωθε τίποτα πάνω του. Του στερέωσα το κεφάλι στο τοίχο. Έβαλα τα κλάματα… Δεν θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει ούτε η μανά του έτσι όπως ήταν…
«Σπύρο… Μίλα ρε φίλε. ΜΙΛΑΑΑΑ!!!».
«Πονάω…Το κεφάλι μου… Πονάω… Τι γίνεται;… Tι έγινε;… Πονάω Μανωλιό. Πονάωωωωωω…».«Σώπα, σώπα. Έρχονται ρε, έρχονται. Θα σε φτιάξουν ρε, μη μιλάς… Σώπα…».
«Γιατί φωνάζουν; Τι γίνεται ρε Mανωλιό. Τι γίνεται, τι μας κάνανε».
«Τίποτα, σταμάτα αγόρι μου, έρχονται».
Τον αφήνω, πάω προς την είσοδο να βοηθήσω. Περνάω το χέρι μου μέσα από την τρύπα, 10 άτομα το αρπάζουν. Προσπαθούσαν να γλιτώσουν, να βγούν. Δεν μπορούσα να πιάσω κανέναν. Έπιανα ένα χέρι, αλλά ήταν αδύνατον να ξεχωρίσω το υπόλοιπο σώμα. Μια μάζα όλα, χέρια, πόδια, μυαλά, όλα ένα… Έξω από την είσοδο, κόσμος να τρέχει να βοηθήσει, πανικός, κραυγές, κραυγές που σου έκαιγαν την ψυχή. Όλα μία κόλαση…
Τα πρώτα ασθενοφόρα έφτασαν. Έτρεξα στον Σπύρο.
«Σπύρακλα, έλα φτάσανε, έλα πάμε στον γιατρό, πάμε! Ακούς; Θα σε πάρω αγκαλιά να σε πάω μέχρι εκεί, ακούς; Κάνε υπομονή, ήρθαν…».
Δεν μιλούσε. Τα μάτια του τρεμόπαιζαν κλειστά, δεν μίλαγε, δεν κουνιόταν. Τα έχασα…
«Όχι ρε! Όχι… Σπύρο, κάνε κουράγιο, ήρθανε ρε. Έλα, και θα σου φέρω τον Γαλάκο να σε δει, ακούς;… Ακούς Σπύρο μου;… Έλα πάμε, πάμε αγόρι μου, πάμε…».
Τον παίρνω στην αγκαλιά μου. Το κεφάλι του κρεμόταν κάτω. Τον πάω στο πρώτο ασθενοφόρο που είδα μπροστά μου, είχαν μέσα αλλά δυο παιδιά.
«Πάρτε τον, πάρτε τον σας παρακαλώ. Δεν μιλάει, δεν σαλεύει, πάρτε τον!».
«Στο δίπλα, είναι άδειο. Στο δίπλα…», μου λέει ο νοσοκόμος.
Πάω δίπλα, τον παίρνει ένας γιατρός, τον βάζουν στο φορείο, του περνάνε ορούς και την μάσκα οξυγόνου και στο τέλος του φοράνε ένα κολάρο στο λαιμό. Μπαίνουμε μέσα και κατευθυνόμαστε προς το Τζάνειο. Στη διαδρομή, ο νοσοκόμος του μέτραγε την πίεση και του έκανε συνέχεια ενέσεις.
«Γιατρέ τι…Τι γίνεται, πες μου… Πες, ζει; Θα γίνει καλά; Πες μου, σε παρακαλώ, είμαι φίλος του, πες μου!».
«Πρέπει να έχει σπάσει τον λαιμό του, δύσκολα… Θα δούμε…».«Όχι… Όχι ρε Σπύρο, μην μου το κανείς αυτό, όχι… Έλα, ξύπνα! Ξύπνα!!!».
Με έπιασε πανικός. Έπεσα πάνω του και άρχισα να τον κουνάω πέρα δώθε. Του έβγαλα τον ορό από το χέρι κατά λάθος. Δεν καταλάβαινα τι μου γινόταν. Κρύωνα, ίδρωνα, είχα πάθει σοκ. Ο γιατρός με τράβηξε μακριά, έβαλε τον ορό στον Σπύρο, και μου είπε ότι δεν του κάνω καλό με αυτό τον τρόπο. Με ρώτησε αν ήθελα να μου κάνει μια ηρεμιστική ένεση.
«Όχι δεν θέλω τίποτα, καλά είμαι», του είπα.
Φτάσαμε στο νοσοκομείο. Ήδη ο πανικός είχε μεταφερθεί εκεί. Βγήκαμε, πήραν τρέχοντας στην εντατική τον Σπύρο. Εγώ πήγα στα ιατρεία να μου περάσουν μια γάζα στο κεφάλι, το είχα σκίσει. Μετά βγήκα και περίμενα τα νέα για τον φίλο μου. Άρχισα να κλαίω, μόλις συνειδητοποιούσα τι είχε γίνει. Ζήτησα από τους γιατρούς να πάρω τηλέφωνο την οικογένεια του Σπύρου. Πήρα τηλέφωνο σπίτι του…
«Μαρία, δώσε μου την μαμά σου… Κυρία Κατερίνα…».
Δεν πρόλαβα να τελειώσω την φράση μου…
«Μανωλιό, πες μου ότι είσαστε καλά! Βλέπουμε τηλεόραση, μάθαμε τι έγινε, πες μου μόνο αυτό…Γιατί κλαις αγόρι μου; Μην κλαις, πέρασε τώρα… Δώσε μου τον Σπύρο να ησυχάσω, δώσε μου να του μιλήσω στο τηλέφωνο…».«Κυρία Κατερίνα, ελάτε από δω… Δεν είναι καλά ο Σπύρος».
Η γυναίκα έπεσε, λιποθύμησε στο λεπτό. Επικράτησε πανικός. Ο θείος του πήρε το τηλέφωνο σαν πιο ψύχραιμος (ο πατέρας του είχε πεθάνει), ένας δεύτερος πατέρας για αυτόν. Του εξήγησα τι είχε συμβεί… Σε 15 λεπτά φτάσανε. Το χάος έξω από το νοσοκομείο επιβάρυνε την κατάσταση της κυρίας Κατερίνας, η οποία έχασε πάλι τις αισθήσεις της. Την πήγαν οι γιατροί να ξαπλώσει. Ο θείος του Σπύρου έκλαιγε ασταμάτητα. Πήγε να τον δει. Όταν βγήκε δεν μας μίλησε. Κατευθύνθηκε προς την έξοδο, πήρε φόρα, και κοπάνισε την γροθιά του στον τοίχο…
«Γιατί Θεέ μου…», φώναξε, «ΓΙΑΤΙ; Γιατί το παλικάρι μου ρε…».
Η μικρή του αδερφή έτρεξε προς το μέρος του, του έπιασε το πόδι και άρχισε να κλαίει. Αυτή την εικόνα την έβλεπες παντού, σε κάθε γωνία μέσα στο νοσοκομείο. Στον νεκροθάλαμο, μαζεύονταν συνέχεια συγγενείς, προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν τους δικούς τους ανθρώπους. Συνεχείς λιποθυμιές. Οι γιατροί τρέχανε να δώσουν τις πρώτες βοήθειες. Εγώ, η μητέρα του, ο θείος του και οι αδερφές του, καθόμασταν και περιμέναμε με αγωνία να έρθει κάποιος να μας πει κάτι, το παραμικρό. Νοσοκόμες και γιατροί, πήγαιναν μέσα έξω συνεχώς. Δεν τις κοιτούσα ποτέ, δεν ήθελα να έρθουν προς το μέρος μας. Το ένα παιδί μετά το άλλο έφευγε από την ζωή. Όλοι μπαίνανε στον ψυχρό θάλαμο με μια ελπίδα, να μην είναι ο δικός τους άνθρωπος ένα από τα σκορπισμένα πτώματα που βρίσκονταν κάτω στο δάπεδο του νεκροτομείου. Τα περισσότερα θύματα δεν είχαν ταυτότητα πάνω τους, οπότε έπρεπε να γίνει αναγνώριση από τους συγγενείς. Δεν υπάρχει πιο τρομακτικό πράγμα από το να είσαι με την αμφιβολία, να περιμένεις την σειρά σου να μπείς σε εκείνο το δωμάτιο, μη ξέροντας αν θα βγεις με το παιδί σου νεκρό στα χέρια σου ή όχι.
-------------------------
Από τότε ξαναπήγα στο γήπεδο, όχι αρκετές φορές όμως. Θυμάμαι πως όταν περνούσα έξω από το Καραϊσκάκη, ο πόνος γινόταν αβάσταχτος. Προσπαθώ ακόμα και τώρα να λέω στα παιδιά μου, για εκείνη την μοιραία μέρα. Τους έχω πει τα πάντα για τον ΣΠΥΡΑΚΛΑ, ο μικρός μου γιος πήρε το όνομά του.Η ζωή μου όλη περιστρέφεται γύρω από αυτό το γεγονός, θέλοντας και μη. Από τότε κάθε οικογένεια ζει το δικό της δράμα. Η μοίρα έπαιξε πολύ σκληρό παιχνίδι την μαύρη εκείνη ημέρα. Πολλές οικογένειες διαλύθηκαν, όπως η οικογένεια του 14χρονου Παναγιώτη Τουμανίδη. Μετά τον θάνατο του Παναγιώτη, πέθανε ο πατέρας, η γιαγιά, και η αδερφή του (26 μόλις χρόνων).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου