Η γέφυρα που περνά πάνω από τον ποταμό Μαε Κλονγκ ή Κβάϊ Γιάϊ στην πόλη Καντσαναμπούρι της Ταϊλάνδης, 120 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Μπανγκόκ, έγινε γνωστή ως «Γέφυρα του Ποταμού Κβάι».Πραγματοποιήθηκε μια μελέτη από Ιάπωνες μηχανικούς του στρατού που κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για την κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής που θα ένωνε τη Μπανγκόκ με τη Ρανγκούν στη Βιρμανία χρειάζονταν να δουλέψουν περισσότεροι από 200.000 εργάτες για τουλάχιστον 6 χρόνια. Οι Ιάπωνες θέλησαν να προχωρήσουν με την κατασκευή της γραμμής για να δημιουργήσουν μια νέα οδό ανεφοδιασμού των ιαπωνικών στρατευμάτων στη Βιρμανία θέλοντας να υλοποιήσουν τα σχέδια τους για εισβολή στην Ινδία.
Η κύρια εργατική δύναμη που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της λεγόμενης «Σιδηροδρομικής Γραμμής του Θανάτου» ήταν οι αιχμάλωτοι πολέμου από το μέτωπο της ΝΑ Ασίας αλλά και Ασιάτες εργάτες από διάφορες χώρες. Σύμφωνα με το «Ερευνητικό Κέντρο Σιδηροδρομικής Γραμμής Ταϊλάνδης-Βιρμανίας», οι καταγεγραμμένοι αιχμάλωτοι πολέμου που εργάστηκαν για την κατασκευή της γραμμής ήταν 30.131 Βρετανοί, 17.990 Ολλανδοί, 13.004 Αυστραλοί και 686 Αμερικάνοί. Ένας στους τέσσερις θα δούλευε μέχρι θανάτου που προκαλούσαν ο υποσιτισμός, οι τροπικές ασθένειες και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Για τους Ασιάτες που χρησιμοποιήθηκαν είτε ως εργάτες, είτε ως σκλάβοι, μπορούν να γίνουν μόνο εκτιμήσεις.
Υπολογίζεται ότι συνολικά εργάστηκαν περίπου 90.000 Βιρμανοί, 75.000 Μαλαισιανοί, 7.500 Ινδονήσιοι και 5.200 Σιγκαπουριανοί. Ένας στους δύο κατάφερε να επιζήσει...Οι συνθήκες εργασίας τους ήταν σε γενικές γραμμές οριακές.Η καθημερινή διατροφή τους αποτελούνταν μόνο από λίγο ρύζι και δεν περιείχε καθόλου πρωτεΐνες. Σε συνδυασμό με την έλλειψη υγιεινής προκάλεσαν πληθώρα ασθενειών και επιδημιών όπως ελονοσία, το μπέρι-μπέρι, η χολέρα, η δυσεντερία και οι τροπικές πληγές. Οι Ιάπωνες είχαν ορίσει ποσοτικά την εργασία που απαιτούνταν για τον κάθε εργάτη και στην καλύτερη περίπτωση, δεν επέτρεπαν στους αιχμαλώτους να επιστρέψουν στους κοιτώνες εάν δεν την είχαν ολοκληρώσει.Οι ξυλοδαρμοί για ασήμαντους ή και ανύπαρκτους λόγους ήταν σύνηθες φαινόμενο. Χειρότερα όμως απ’ όλα αυτά ήταν τα βασανιστήρια της Κέμπετάι, της Ιαπωνικής Στρατονομίας, τα οποία αποδείχθηκαν μοιραία για πολλούς αιχμαλώτους.
Τον Μάιο του 1943 οι Ιάπωνες διαπίστωσαν ότι το έργο βρισκόταν αρκετά πίσω και διέταξαν την επιτάχυνση των εργασιών την περίοδο από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943 όπου την ονόμασαν «Speedo». Μια λέξη που επαναλάμβαναν οι Ιάπωνες φύλακες στους εργάτες, νυχθημερόν, πιέζοντάς τους να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους. Όπως ήταν αναμενόμενο, η συγκεκριμένη περίοδος ήταν η χειρότερη από άποψη θανάτων των αιχμαλώτων. Ένα από τα χειρότερα σημεία εργασίας κατά μήκος της «Σιδηροδρομικής Γραμμής του Θανάτου» ήταν ένας βραχώδης λόφος όπου οι Ιάπωνες προτίμησαν, αντί της χρονοβόρας κατασκευής μιας σήραγγας να φτιάξουν μια τομή.Οι αιχμάλωτοι το ονόμασαν «Πέρασμα της Κολάσεως» γιατί η εικόνα των εργατών που δούλευαν με φανάρια κατά τη διάρκεια της νύχτας, έμοιαζε από την κορυφή του λόφου με τις πύλες της κολάσεως.
Η κατασκευή της γραμμής ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1943 και χρησιμοποιήθηκε από τους Ιάπωνες για τον ανεφοδιασμό του μετώπου της Βιρμανίας για περίπου 2 χρόνια, μέχρι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον Αύγουστο του 1945. Οι Σύμμαχοι προσπάθησαν επανειλημμένως να βομβαρδίσουν σημεία της σιδηροδρομικής γραμμής όμως οι Ιάπωνες επιδιόρθωναν γρήγορα τις ζημιές. Μετά τον πόλεμο, οι ράγες, οι στρωτήρες, τα βαγόνια και οι ατμομηχανές πουλήθηκαν στην κυβέρνηση της Ταϊλάνδης και τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για πολεμικές αποζημιώσεις ατόμων αλλά και των χωρών από όπου οι Ιάπωνες είχαν αρχικά κατασχέσει τα υλικά για την κατασκευή της γραμμής.
Η κύρια εργατική δύναμη που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της λεγόμενης «Σιδηροδρομικής Γραμμής του Θανάτου» ήταν οι αιχμάλωτοι πολέμου από το μέτωπο της ΝΑ Ασίας αλλά και Ασιάτες εργάτες από διάφορες χώρες. Σύμφωνα με το «Ερευνητικό Κέντρο Σιδηροδρομικής Γραμμής Ταϊλάνδης-Βιρμανίας», οι καταγεγραμμένοι αιχμάλωτοι πολέμου που εργάστηκαν για την κατασκευή της γραμμής ήταν 30.131 Βρετανοί, 17.990 Ολλανδοί, 13.004 Αυστραλοί και 686 Αμερικάνοί. Ένας στους τέσσερις θα δούλευε μέχρι θανάτου που προκαλούσαν ο υποσιτισμός, οι τροπικές ασθένειες και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Για τους Ασιάτες που χρησιμοποιήθηκαν είτε ως εργάτες, είτε ως σκλάβοι, μπορούν να γίνουν μόνο εκτιμήσεις.
Υπολογίζεται ότι συνολικά εργάστηκαν περίπου 90.000 Βιρμανοί, 75.000 Μαλαισιανοί, 7.500 Ινδονήσιοι και 5.200 Σιγκαπουριανοί. Ένας στους δύο κατάφερε να επιζήσει...Οι συνθήκες εργασίας τους ήταν σε γενικές γραμμές οριακές.Η καθημερινή διατροφή τους αποτελούνταν μόνο από λίγο ρύζι και δεν περιείχε καθόλου πρωτεΐνες. Σε συνδυασμό με την έλλειψη υγιεινής προκάλεσαν πληθώρα ασθενειών και επιδημιών όπως ελονοσία, το μπέρι-μπέρι, η χολέρα, η δυσεντερία και οι τροπικές πληγές. Οι Ιάπωνες είχαν ορίσει ποσοτικά την εργασία που απαιτούνταν για τον κάθε εργάτη και στην καλύτερη περίπτωση, δεν επέτρεπαν στους αιχμαλώτους να επιστρέψουν στους κοιτώνες εάν δεν την είχαν ολοκληρώσει.Οι ξυλοδαρμοί για ασήμαντους ή και ανύπαρκτους λόγους ήταν σύνηθες φαινόμενο. Χειρότερα όμως απ’ όλα αυτά ήταν τα βασανιστήρια της Κέμπετάι, της Ιαπωνικής Στρατονομίας, τα οποία αποδείχθηκαν μοιραία για πολλούς αιχμαλώτους.
Τον Μάιο του 1943 οι Ιάπωνες διαπίστωσαν ότι το έργο βρισκόταν αρκετά πίσω και διέταξαν την επιτάχυνση των εργασιών την περίοδο από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943 όπου την ονόμασαν «Speedo». Μια λέξη που επαναλάμβαναν οι Ιάπωνες φύλακες στους εργάτες, νυχθημερόν, πιέζοντάς τους να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους. Όπως ήταν αναμενόμενο, η συγκεκριμένη περίοδος ήταν η χειρότερη από άποψη θανάτων των αιχμαλώτων. Ένα από τα χειρότερα σημεία εργασίας κατά μήκος της «Σιδηροδρομικής Γραμμής του Θανάτου» ήταν ένας βραχώδης λόφος όπου οι Ιάπωνες προτίμησαν, αντί της χρονοβόρας κατασκευής μιας σήραγγας να φτιάξουν μια τομή.Οι αιχμάλωτοι το ονόμασαν «Πέρασμα της Κολάσεως» γιατί η εικόνα των εργατών που δούλευαν με φανάρια κατά τη διάρκεια της νύχτας, έμοιαζε από την κορυφή του λόφου με τις πύλες της κολάσεως.
Η κατασκευή της γραμμής ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1943 και χρησιμοποιήθηκε από τους Ιάπωνες για τον ανεφοδιασμό του μετώπου της Βιρμανίας για περίπου 2 χρόνια, μέχρι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον Αύγουστο του 1945. Οι Σύμμαχοι προσπάθησαν επανειλημμένως να βομβαρδίσουν σημεία της σιδηροδρομικής γραμμής όμως οι Ιάπωνες επιδιόρθωναν γρήγορα τις ζημιές. Μετά τον πόλεμο, οι ράγες, οι στρωτήρες, τα βαγόνια και οι ατμομηχανές πουλήθηκαν στην κυβέρνηση της Ταϊλάνδης και τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για πολεμικές αποζημιώσεις ατόμων αλλά και των χωρών από όπου οι Ιάπωνες είχαν αρχικά κατασχέσει τα υλικά για την κατασκευή της γραμμής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου